Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Χαρά Ναούμ, Ποιήματα



Χαρά Ναούμ, Ποιήματα

ΦΕΒ 19

Κατηγορία: Νέοι Ποιητές, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής


Του ποιητή
στον αναγνώστη
                My red filaments burn and stand, a hand of wires.
                Now I break up in pieces that fly about like clubs.
                A wind of such violence
                Will tolerate no bystanding: I must shriek.


                                              Sylvia Plath

Τα παραμύθια φορούν τακούνια
Χαράσσουν τα πεζοδρόμια
Διαδηλώνουν για
το ένα μου χέρι
Το άφησα να ταλαντεύεται
στον απλωτό
Κυριακές πρωί
Απεχθάνομαι το σιδέρωμα
παθητικές στοίβες ρούχων
-δεν θα με φορέσουν ποτέ

Σου μιλάω για τα παραμύθια
που
χθες
-Κυριακή-
 μάζεψαν το χέρι μου
εκείνο που γράφω
Αυτό εδώ

Ανυπόμονο όπως πάντα
έγινε αλεπού
κι
αρπακτικά φωνήεντα

Στο πρόσφερα
(το χέρι λέω)
προστακτικά να το εξημερώσεις
Μαζί με δάχτυλα
κοφτερά νύχια
και το σφηνωμένο δαχτυλίδι


*
Στον απλωτό
Από κάτω η πόλη σε παλμό κουκουβάγιας
νιαουρίσματα περαστικών
ξεκούρδιστες συγχορδίες αρουραίων
Τα χέρια μου μ’ αποτίναξαν
χαλί
κι εξαφανίστηκαν
Τα πόδια μου
χάραξαν τις δικές τους πορείες
έκαναν ντους με ανοικτό θερμοσίφωνο
πέρασαν απέναντι χωρίς
αριστερά-δεξια
σκαρφάλωσαν σε άλλα πόδια
κλώτσησαν κουρασμένα βότσαλα
τσαλαπάτησαν πολιτείες ακούραστων μυρμηγκιών
………………………………………………………………….
Έκανα τεστ εγκυμοσύνης
Κυοφορώ
την ακρωτηριασμένη δίδυμη αδελφή μου
Δεν έχεις να φοβάσαι πια τα πόδια της




*
Νυχτωμένο
                          Για σένα που νυχτώνεις μέσα μου
Τα φωνήεντά μου
φύλλου
δικτυωτές νευρώσεις
πλημμυρίζουν τα χέρια
Σου με συστάδες
φιλιών
Στον κόλπο μου
φωλιάζει
το κοσμικό αυγό
Πυρακτωμένο assemblage:
αποτυπώματα απ’ τα μέλη μας στα βράχια
……………………………………………………………
……………………………………………………………
Ακόμη στραγγίζω θάλασσα
απ’ τις κουβέρτες




*
Ες αει
Όποτε πότισα εκείνο το τριαντάφυλλο
ποτίστηκαν μαζί οι εσταυρωμένοι κάτω από το περβάζι μου
γιατί τι άλλο είναι τα ποιήματα
από χιλιάδες χέρια που περιπλανώνται ανέγγιχτα
από λουλούδι σε λουλούδι
Προδρομικός κυβισμός
Τεχνική: κολάζ

Το ‘χαν προβλέψει
οι δεσποινίδες της Αβινιόν
 
Θα ξυπνούσαμε ένα πρωί
με μάτια να στροβιλίζονται
μύτες να αποσπώνται απ’ τον καμβά
-χωρίς τη σύμπραξη προσώπου-

Θα παίζαμε κιθάρα με τα γόνατα
Τα αυτιά μας
nature morte
πλάι στο
χέρι-βάζο
με τις ορχιδέες
θ’ αποζητούσαν κώφωση
ενοχλημένα από
ένα στόμα-έντομο
 
Και τα προώρως
νυσταγμένα χέρια μας
-αόρατα στη σύνθεση-
[κρύβονται πίσω από
τρίγωνα,
τετράγωνα
τέταρτες διαστάσεις-καταιγίδες]
θα ‘ταν αιτία
ν’ αποκολληθεί
ο αμφιβληστροειδής
των μαχαιριών
-φυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνουν-

Τα πέλματα
κουτσά-στραβά
θα διασκορπίζονταν κι εκείνα
εις ένδειξη…αρμονίας του τοπίου

Update status:
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν
παίρνουν το τσάι τους
στο καφέ Ronstand
Τ’ αλλοπρόσαλλα μάτια τους
γυμνώνουν τους κήπους



*
Αμπίντα
Tην ώρα που ο ήλιος εξατμίζεται
με λένε Αμπίντα
Ανάβω για φως ένα ταξίδι στους χάρτες
Διασχίζω δάχτυλο το δάχτυλο
τις χιονισμένες μητροπόλεις
Τα δέντρα μου ψιθυρίζουν
πήγαινε τώρα
αύριο ξημερώνει νέα νύχτα
Διπλώνω τα φρεσκοσιδερωμένα χέρια μου
Τα κλείνω ασφυκτικά στο σακ βουαγιάζ
ανάμεσα χαντίθ κι εσωρούχων
Έτσι ημιτελής κινώ
για πιο μακρινά κατώφλια
Εξεγείρομαι μαζί μ’ αστερισμούς
Τρέχω σε νεφελώματα διαμαρτυρίας
υψώνοντας σημαίες, συνθήματα, φωτιές
για να μπορώ κάποτε να ανασαίνω μαζί σας
τις χαριτωμένες φωτοσκιάσεις των πουλιών
κάτω απ’το ίδιο πεύκο
Να συλλάβω παιδιά με
ρυθμισμένα όλα τους τα άκρα
να καταστρέψουν και να χτίσουν
να θερίσουν
πάνω στα κουρασμένα οστά μας



*
Ευρυάλη
πετόμενος εἰς τὸν Ὠκεανὸν ἧκε καὶ κατέλαβε τὰς Γοργόνας κοιμωμένας. ἦσαν δὲ αὗται Σθενὼ Εὐρυάλη Μέδουσα.
                            Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Β’
Χωρέσαμε κι οι δυο
μέσα στο μπουρνούζι
Στη φωτογραφία
φαινόμαστε ένας
Γυναίκα που αγκαλιάζει
με το ένα χέρι
τ’ άλλο βολεύεται στη μέση
Ούτε και στον καθρέπτη
πίσω σου
δεν καταγράφηκε
αντανάκλαση
Κάτι όμως
κάτι κάποιον
κάτι αγκάλιασα εκείνο
το υγρο απόγευμα
βγαίνοντας απ’ το ντους
Κάτι άλλο εκτός
απ’ το ταριχευμένο φίδι
τη σιωπή σου
-όταν κοιμάμαι
ακόμη σφίγγεται στα πόδια μου,
ξυπνάω σε αναπηρικό καροτσάκι-
Δεν θα το μάθουμε ποτέ
Έτσι γλιστρώ και πάλι στην μπανιέρα
βγάζω βράγχια, ουρά
γίνομαι αμφίβιο
μάτια θλιμμένης βατραχίνας
Το όνομά μου Ευρυάλη
Οι αδερφές μου με καλούν
απ’ το σιφόνι
να γυρίσω πίσω

 *
Πέντε δέκα δεκαπέντε

Ώσπου να πω βροχή εξαφανίζεται
η πύλη που άνοιξαν δρυοκολάπτες
στον κορμό του τοίχου
Στάλα Σταλαγματιά Σταγόνα
Στάζει η λαιμητόμος στο προσκέφαλό μας
Η ακτινογραφία του καθρέπτη έδειξε
υποταγή ειδώλου
Έχω μιλήσει την αγάπη την τροφή την απαρχή
Δεν έχουν πια θέση καμιά τα πεφταστέρια στο τραπέζι
Σβησμένο απόμεινα χαμένο μηρυκαστικό
Τις πρασινάδες ονειρεύομαι
Κι ένα ανάποδο θαυμαστικό όπως το καναρίνι
που δεν θάψαμε κι όμως αντήχησε η οργή του
πεύκου ως τα άπατα των προσευχών

Το φως επίμονο ασελγεί στους στήμονες της κουβέρτας
Μια αυταπάτη ψυχεδελική ο δήμιος που
αρπάζει τα μικρά κορίτσια
Υπάρχει μέσα μου ένας γίγαντας καλός και στοργικός
με όσφρηση εμβρύου κι ωμοπλάτες αστεροειδή
Μου παραχώνει νύχτες τ’ όνειρο που δεν χώρεσε στον ύπνο
Και παραπέρα εκεί απ’ το ράγισμα της οροφής
βρέχει μια συγχορδία πιάνου
Δεν θα αναρωτηθώ ξανά πως γίνεται ποτέ να μην στεγνώνει
αυτή η Στυμφαλία του περβαζιού
Κι έπλυνα δυο φορές τα ποιήματα να αλλάξουν βλέμμα
Άλλο από εκείνο που ‘χουν πάρει τα ξεχασμένα παιδιά
Κι απ’ τις αγχόνες μέσα στην ντουλάπα
κρέμονται κεφαλές αφόρετες
όλα εκείνα που δεν έγιναν πουλιά

Άλλοτε οι συρμοί αντιστέκονται
οι ράγες παριστάνουν τις τρελές
κι αν δεις τα τζάμια είναι θολά
μέσα ο κόσμος ξεφυλλίζει εφημερίδες
διαβάζοντας καρκινικά όσα δεν θα γραφτούν ποτέ
Μα δεν προσφέρεται ταξίδι
Οι κήποι στέκονται αγέρωχοι
μέσα στα σπίτια μόνο εκει
Ώσπου να ξεφυτρώσει μια θεσπέσια ανεμώνη
και κατατρομαγμένοι πέφτουμε στα γόνατα
κλαίγοντας κάποιον που έφυγε γι’ αλλού
Άλλο από εκείνα τα αυτοσχέδια καλύβια
δεν μου απέμεινε μ’ ολόκληρα τα μέλη του
Και το παιδί που γέννησα στα τέσσερά μου χρόνια
ξέρει απέξω κι ανακατωτά
την ιστορία της αρχαίας ανεμώνης:
Μόνο όταν φυσάει πολύ ανθίζουμε στα έρημα χωράφια
εμείς κι η άλλη
η παιδική στιγμή μας
 
*
Ce n’est pas la mer à boire

Μα εκείνος πίνει
Πίνει
Κύματα
Αστερίες
Πίνει
Γοργόνες
Συμπληγάδες
Πίνει ολάκερα νησιά
Την Κίρκη την ίδια
Πίνει
Τα βράχια
Τους υφάλους

Κι είναι ο καμβάς του μια
Θάλασσα που δεν υπάρχει πια
Και του φυσά πνοή
Χαράσσει
Με μόνο το κοχύλι που δεν ήπιε
Ένα αλατισμένο φινιστρίνι
Για να το ανοίξει
Να κοιμηθεί χορτάτος
Στην αιωνιότητα

*
Θαμώνες του άλμπουμ

Κρατιούνται ερμητικά κλειστοί
μην τύχει και ξεπεταχτεί από τις σελίδες
κάποιο αγέννητο κορίτσι
ή ένα άγαλμα-ποδήλατο
και ξεχυθεί απ’ τα ποτήρια μια γιαγιά
ή γεννηθώ ξανά εδώ στο ημίφως
από το φουσκωμένο πόδι της καρέκλας

*
Σωματικός διάλογος

Απ’ όλα τα τσακισμένα σώματα
επιλέγω ερωμένη του Schiele
Ο πυρετός τους εκβάλλει στις φλέβες μου
Τα χέρια των γυναικών
καρφιτσωμένα στους ώμους
κρέμονται αγκαλιασμένα
Τα κεφάλια μαρτυρούν έναν κάποιο χορτασμό
Κι ο άνδρας φτερωτός
μ’ ακονισμένο στόμα
είναι ο ίδιος πάντα

Η γυναίκα που έχω απέναντί μου
φορά κόκκινες καλτσοδέτες
και το σακάκι του άνδρα
Το είδωλό της ο άνδρας
Τούτο το σακάκι που φορά
Δυο στήθη παραγεμισμένα θάλασσα
Τα ξεκολλά
Και τούτα υπερίπτανται

Απ’ τη μετέπειτα βροχή
θηλάζουν τόσα αδέσποτα κουτάβια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου