Αλέξιος Μάινας
Εκκρεμότητες
Μαύρες τουλούπες καπνού
σκεπάσανε την πόλη
ένα κορίτσι με μάτια πελώρια
τρέχει στα σύννεφα
ένας γέρος κρύβει ψίχουλα ξερά
στις διαλυμένες τσέπες του
φτάνουν ως το λιμάνι
φτάνουν ως τα πλοία
ως τα ξάρτια φτάνουν
οι μαύρες τουλούπες καπνού
που σκέπασαν την πόλη
καιροφυλακτούσες έχιδνες
κατέλαβαν τους δρόμους
κλίβανοι διοξίνης απλώθηκαν
στων βουνών τους πρόποδες
ακρωτηριασμένα δελφίνια
στης θάλασσας το ρίγισμα
κλαίνε απαρηγόρητα
αφήνοντας πίσω τους
εκκρεμότητες κι αφρούς
Στην τρύπα ενός αυτιού
Τη νύχτα κείτεσαι ασάλευτος
απορημένα κοιτώντας ολόγυρα
μη γνωρίζοντας μην κατανοώντας
γιατί αφέγγιστη του άδικου η σφαίρα
γιατί γεννήθηκες δούλος αλώνητος
πώς κόκκινο το πάτωμα βάφτηκε
πού πήγαν άραγε τα τόσα πιάτα
τα τόσα ραγισμένα ποτήρια
γιατί η ανάσα σου μυρίζει θυμάρι
γιατί τα ρούχα έτσι παράξενα παλιώσανε
γιατί οι κάλτσες τρύπες γινήκανε λαγών
θυμάσαι πως εδώ δεν είναι η χώρα των θαυμάτων
σαν ξημερώματα τα μάτια σου ληθαργικά περνάνε
από το πτώμα της Αλίκης στη χώρα των τραυμάτων
από τα λείψανα μιας πεταλούδας άσπρης και ωραίας
τότε που τα πόδια τα ξύλινα ριζώνουν και πονούν
που το στόμα οργισμένα φτύνει των ανέμων τις φωνές
τότε που πέφτεις μόνος σου στην τρύπα ενός αυτιού
Το χέρι και η κόρη
Λύκοι ως νικητές στεφανηφόροι
επευφημούμενοι απ’ της αγέλης τα πλήθη
τα κοφτερά τους δόντια δείχνανε
σ’ ένα φεγγάρι χλωμό και φοβισμένο
σε τοίχο κάτασπρο ένα πουλάκι κόκκινο
του ξίφους μάθαινε την τέχνη
απ’ το παράθυρο εν μέσω της νυχτός μια κόρη
τα ποδοβολητά άκουγε των μανιασμένων ταύρων
έβλεπε η κόρη η ως ρόγα σταφυλιού ατρύγητη
στου δρόμου τη γωνιά ένα μάτι να παραμονεύει
μια κανάτα να χύνει κρασί στη μεγάλη λεωφόρο
ένα γραμμόφωνο στη μέση να περιστρέφει τον ήλιο
από μπροστά του να περνούνε τρεις διαβάτες
ρίχνοντας στον δίσκο τον τσίγκινο ό,τι προαιρούνταν
ο ένας διαβάτης περνά και ρίχνει ένα δάχτυλο
ο άλλος ρίχνει λίγα ξερά βερίκοκου κουκούτσια
ο τελευταίος απ’ τους τρεις ρίχνει το τεχνητό του πόδι
λίγο μετά απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
χέρι έρημο πήδηξε στο δωμάτιο
την κόρη αγκάλιασε σφιχτά
και έτσι μαζί ξαπλώσανε στο ξέστρωτο κρεβάτι
Η Βίκυ Δερμάνη ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές: Πάνε χρόνια που σαν αγρίμι (ΑΩ 2009), Λέξεις βρύα της ψυχής (ΑΩ 2010), Με μια φλόγα όπως πάντα (ΑΩ 2012), Πικροί ως άψινθος καρποί (ΑΩ 2013), Έρωτας κραταιός ως θάνατος (ΑΩ 2014).
Μαύρες τουλούπες καπνού
σκεπάσανε την πόλη
ένα κορίτσι με μάτια πελώρια
τρέχει στα σύννεφα
ένας γέρος κρύβει ψίχουλα ξερά
στις διαλυμένες τσέπες του
φτάνουν ως το λιμάνι
φτάνουν ως τα πλοία
ως τα ξάρτια φτάνουν
οι μαύρες τουλούπες καπνού
που σκέπασαν την πόλη
καιροφυλακτούσες έχιδνες
κατέλαβαν τους δρόμους
κλίβανοι διοξίνης απλώθηκαν
στων βουνών τους πρόποδες
ακρωτηριασμένα δελφίνια
στης θάλασσας το ρίγισμα
κλαίνε απαρηγόρητα
αφήνοντας πίσω τους
εκκρεμότητες κι αφρούς
Στην τρύπα ενός αυτιού
Τη νύχτα κείτεσαι ασάλευτος
απορημένα κοιτώντας ολόγυρα
μη γνωρίζοντας μην κατανοώντας
γιατί αφέγγιστη του άδικου η σφαίρα
γιατί γεννήθηκες δούλος αλώνητος
πώς κόκκινο το πάτωμα βάφτηκε
πού πήγαν άραγε τα τόσα πιάτα
τα τόσα ραγισμένα ποτήρια
γιατί η ανάσα σου μυρίζει θυμάρι
γιατί τα ρούχα έτσι παράξενα παλιώσανε
γιατί οι κάλτσες τρύπες γινήκανε λαγών
θυμάσαι πως εδώ δεν είναι η χώρα των θαυμάτων
σαν ξημερώματα τα μάτια σου ληθαργικά περνάνε
από το πτώμα της Αλίκης στη χώρα των τραυμάτων
από τα λείψανα μιας πεταλούδας άσπρης και ωραίας
τότε που τα πόδια τα ξύλινα ριζώνουν και πονούν
που το στόμα οργισμένα φτύνει των ανέμων τις φωνές
τότε που πέφτεις μόνος σου στην τρύπα ενός αυτιού
Το χέρι και η κόρη
Λύκοι ως νικητές στεφανηφόροι
επευφημούμενοι απ’ της αγέλης τα πλήθη
τα κοφτερά τους δόντια δείχνανε
σ’ ένα φεγγάρι χλωμό και φοβισμένο
σε τοίχο κάτασπρο ένα πουλάκι κόκκινο
του ξίφους μάθαινε την τέχνη
απ’ το παράθυρο εν μέσω της νυχτός μια κόρη
τα ποδοβολητά άκουγε των μανιασμένων ταύρων
έβλεπε η κόρη η ως ρόγα σταφυλιού ατρύγητη
στου δρόμου τη γωνιά ένα μάτι να παραμονεύει
μια κανάτα να χύνει κρασί στη μεγάλη λεωφόρο
ένα γραμμόφωνο στη μέση να περιστρέφει τον ήλιο
από μπροστά του να περνούνε τρεις διαβάτες
ρίχνοντας στον δίσκο τον τσίγκινο ό,τι προαιρούνταν
ο ένας διαβάτης περνά και ρίχνει ένα δάχτυλο
ο άλλος ρίχνει λίγα ξερά βερίκοκου κουκούτσια
ο τελευταίος απ’ τους τρεις ρίχνει το τεχνητό του πόδι
λίγο μετά απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
χέρι έρημο πήδηξε στο δωμάτιο
την κόρη αγκάλιασε σφιχτά
και έτσι μαζί ξαπλώσανε στο ξέστρωτο κρεβάτι
Η Βίκυ Δερμάνη ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές: Πάνε χρόνια που σαν αγρίμι (ΑΩ 2009), Λέξεις βρύα της ψυχής (ΑΩ 2010), Με μια φλόγα όπως πάντα (ΑΩ 2012), Πικροί ως άψινθος καρποί (ΑΩ 2013), Έρωτας κραταιός ως θάνατος (ΑΩ 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου