Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Εκεχειρία

Εκεχειρία


Μιλημένη σιωπή
στην ακρώρεια των ψιθύρων,
φιλούν τα χείλη
την άρνηση του χρόνου
μήπως κι εξιλεωθούν οι καταφάσεις
οι συνειρμοί των ανεπίδοτων παραπόνων
που βουλιάζουν σε μάτια υγρά
στου φιλιού τα κλειστά βλέφαρα
με απλωμένα τα χέρια.

Άλλη μια εκεχειρία,
αμνηστεύει την απουσία
συνθηκολογεί με την παρουσία
στις προεκτάσεις των παύσεων
στα ενδεχόμενα που στένεψαν φόβους
για να χωρούν επιθυμίες
και ν’ αδειάζουν πόνοι
σε μελλοντικές υποθήκες.

Θα ’ρθει καιρός μου ’χες πει:
«θα ενταφιασθεί το σκοτάδι
στης αυγής την ανάληψη».
Πόσο ήθελα να σε πιστεύω τότε,
να κρεμώ το ξημέρωμα στην πόρτα
και με σχοινί την πρώτη ακτίνα
να εξημερώνω
την ασάλευτη δίνη της αγωνίας… για αύριο.

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Maria Ioanna Mips poihsh

 
 
 
Τάσος Λειβαδίτης
Αυτοβιογραφία
Ἄνθρωποι ποὺ δὲ γνώρισα ποτὲ μοῦ δώσαν τὸ αἷμα μου καὶ
τ’ ὄνομά μου,
στὴν ἡλικία μου χιονίζει, χιονίζει ἀδιάκοπα
μιὰ κίνηση πάντα σὰ νἄθελα νὰ προφυλαχτῶ ἀπὄνα
χτύπημα
δίψασα γιὰ ὅλη τὴ ζωή, κι ὅμως τὴν ἄφησα
γιὰ ν’ ἁρπαχτῶ ἀπ’ τὰ πελώρια ἀγκάθια τῆς αἰωνότητας,
ἡ σάρκα μου ἕνας ἐπίδεσμος γύρω ἀπ’ τὸ αὐριανό μου
τίποτα
κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει στὸν πόνο μου
ἐκτὸς ἀπ’ τὸν ἴδιο μου τὸν πόνο ⎯ εἶμαι ἐδῶ, ἀνάμεσά σας,
κι ὁλομόναχος,
κ’ ἡ ποίηση σὰ μιὰ μεγάλη ἀλήθεια, ποὺ τὴν ἀνακαλύπτεις
ὕστερ’ ἀπὸ χρόνια,
ὅταν δὲν μπορεῖ να σοῦ χρησιμέψει πιὰ σὲ τίποτα.
Ἐπάγγελμά μου: τὸ ἀκατόρθωτο.
Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Αθήνα, Εκδόσεις Κέδρος, 2003, σ. 429.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Πώς η ποίηση από τέχνη έγινε χόμπι

Πώς η ποίηση από τέχνη έγινε χόμπι

On 11 December, 2012 by BIBLIOTHEQUE



Του Κωστα Κουτσουρελη/*/
Με μισή χιλιάδα συλλογές κάθε χρόνο, με πλήθος ειδικά περιοδικά, έντυπα και δικτυακά, με εκδηλώσεις και δημόσιες αναγνώσεις ων αριθμός ουκ έστι, η ελληνική ποίηση σήμερα μοιάζει τερέν αχανές και αχαρτογράφητο. Ποιος γίνεται να ισχυριστεί ότι έχει εποπτεία;
Κείμενα κριτικά που να τη συζητούν ως όλο, με πρόθεση συνθετική, λείπουν περίπου παντελώς.
Παλιές διακρίσεις του συρμού, όπως το αρμάθιασμα των ποιητών ανά γενιές ή δεκαετίες, απ’ το πολύ της χρήσεως έχουν ξεπέσει. Η βιβλιοκριτική, όταν την καταδέχεται, είναι σποραδική, ευκαιριακή, αμέθοδη. Τις περισσότερες φορές μοιάζει με φιλοφρόνηση ή δελτίο Τύπου.
Μες σ’ όλα αυτά, υπάρχει ωστόσο κάτι που καθιστά τον προσανατολισμό εφικτό. Ενα στοιχείο ευεργετικό, που ξεθολώνει άρδην την εικόνα και ξεδιπλώνει εμπρός στα μάτια μας ένα τοπίο διαυγές, σαφές, προσδιορισμένο. Αυτό το κάτι είναι ο ντιλεταντισμός! (ερασιτεχνική απασχόληση με την Τέχνη)
Στη συγκινητική τους πλειονότητα, τα ποιήματα που βλέπουν σήμερα το φως είναι τόσο άτεχνα, τόσο του ποδαριού, προδίδουν τέτοια άγνοια για τα βασικά, που ενίοτε περνούν για φάρσα ή σαρδόνιο χιούμορ. Ωστόσο όχι, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με παρωδία. Τα έργα αυτά κυκλοφορούν από εκδότες ευυπόληπτους, προβάλλονται, επαινούνται. «Ποτέ στα σοβαρά λογοτεχνικά περιοδικά», λέει κάπου ο Βαγενάς, «δεν δημοσιεύονταν αναλογικά τόσοι ασήμαντοι στίχοι όσοι σήμερα – καμία σοβαρή εφημερίδα δεν θα αφιέρωνε -όπως στις μέρες μας- μιαν ολόκληρη σελίδα για να παρουσιάσει, ως ποιητικά σημαντικές, στιχουργικές ενασχολήσεις ερασιτεχνών»…
Ο ντιλεταντισμός δεν είναι εξαίρεση, μια ακόμη νοσηρότητα από τις πολλές. Είναι ο σφυγμός, η βαθύτερη ουσία της ποίησής μας σήμερα. Διαπλάθει αναγνώστες, επηρεάζει εγκεφάλους, διαπαιδαγωγεί. Κάνει την ελαφρότητα ντεκόρ που κυριαρχεί. Μες στη φαιδρότητά του, κάθε τι σοβαρό βαπτίζεται σχολαστικό, κάθε τι απαιτητικό προσγράφεται ασυζητητί στην πλήξη. Αν τον καιρό του Αχιλλέα Παράσχου έπρεπε να ’σουν φαφλατάς, σήμερα αν θέλεις καν να σε ονομάζουν ποιητή, οφείλεις να ’σαι ντιλετάντης.



Ο ντιλετάντης είναι πανταχού παρών. Το πλήρες του εγώ πληροί τα πάντα. Νόημα της τέχνης, καλαισθητική φιλοδοξία, σκοπός; κινέζικα στα μάτια του… Γι’ αυτόν προέχει «να εκφραστεί», να εκτονωθεί, να μας μιλήσει για όλα αυτά που τον σκοτίζουν. Η ποίηση γι’ αυτόν είναι φυγή, είναι «απόδραση», «μας ταξιδεύει». Αλλιώς, μια κούρα ή ένα σαφάρι εμπειριών, που έχει πάντως το προσόν να μη στοιχίζει.
Ο ντιλετάντης είναι ασυμβίβαστος. Κατά κανόνα αγνοεί το έργο των συγχρόνων του, μάλιστα επαίρεται γι’ αυτό. Ακόμη και τους μέγιστους Νεκρούς τους αποφεύγει. Η λογοτεχνική του κατάρτιση είναι θεμελιωμένη ακλόνητα στα εφηβικά του ξεφυλλίσματα. Στα έργα του πενηντάρη σήμερα, βλέπει κανείς -πόσο έντιμο! – τι διάβαζε όταν ήταν στα θρανία.
Ο ντιλετάντης είναι πρωτοπόρος. Δηλώνει αναφανδόν μοντέρνος. Από τα χούγια των νεωτερικών, απ’ τον ερμητισμό, τη σκοτεινότητά τους, καταλαβαίνει ένα κυρίως: ότι έχει την άδεια να κάνει ό, τι του αρέσει. Ο πεπρωμένος στίχος του είναι ασφαλώς ο «ελεύθερος» – όσο πιο λάσκα ρέει και πιο χαλαρά, τόσο πιο αυθόρμητος ακούγεται και ωραίος.
Ο ντιλετάντης είναι αυθεντικός. Η έμπνευση τον πιάνει απ’ τον λαιμό έτσι φορτικά, ώστε ποτέ δεν της προτάσσει αντίσταση. Αν του κουνήσεις ένα κόμμα ή ένα «και», το νιώθει εχθρική εισβολή. Ο ξαναδουλεμένος στίχος είναι για κείνον ψεύτικος, σημείο νοθείας. Η ποίηση όλη οφείλει να αναπηδά ακατέργαστη απ’ το αίσθημα, ο ποιητής να είναι online με τη Μούσα.
Ο ντιλετάντης είναι οπαδός. Τα ίδια τα έργα ελάχιστα τον νοιάζουν. Οι ήρωες που μαρτύρησαν για να τα φτιάξουν, μ’ αυτούς ταυτίζεται, αυτοί είναι που λατρεύει, οι αποσυνάγωγοι, οι σαλοί, οι αυτόχειρες: ο Καρυωτάκης και η Σύλβια Πλαθ, η Κατερίνα Γώγου, ο Λάγιος, ο Καρούζος, ο Μπουκόφσκι, όλοι όσοι ακούγεται ότι πόνεσαν πολύ. Γιατί και ο ίδιος ξέρει από πόνο…
Στα θέματά του ο ντιλετάντης ιδιωτεύει. Πάνω στη φούρια του να εξομολογηθεί, ποτέ του δεν αναρωτιέται τι και πώς, σε ποιον εντέλει απευθύνεται – του αρκεί ο καθρέφτης. Στις συναναστροφές του, αντίθετα, είναι κοινωνικός. Συχνάζει μ’ άλλους ντιλετάντες σε καφέ, σε μπαρ, σε ποιητικά εργαστήρια. Δημοσιεύει σε όλα τα έντυπα ή τα μπλογκ, γράφει για όλους και όλες, πάει, μιλάει παντού. Κι οι άλλοι όλοι του το ανταποδίδουν.



Εννιά στις δέκα, είναι αισθηματίας. Ο Ελύτης και η Δημουλά, η Πολυδούρη, ο Χριστιανόπουλος, ο Τάσος Λειβαδίτης είναι οι αγαπημένοι του, και ουδέποτε χάνει ευκαιρία να τους διασύρει. Αραιά και πού είναι λόγιος. Ομως τότε του δίνει και καταλαβαίνει: τα στιχουργήματά του είναι γεμάτα αφορισμούς, αξιώματα ποιητικής, κατεβατά διακειμενικά, τσιτάτα – κοπιάρει από παντού ασταμάτητα. Οσοι τολμήσουν δε να του το πουν, τους κατακεραυνώνει: «mature poets steal»! (Που λέει κι ο Ελιοτ…).
Ο ντιλετάντης έχει αυτογνωσία. Οσάκις ερωτάται «τι είναι ποίηση» θεωρεί καθήκον του να μην εκφέρει τίποτε υποδεέστερο από ένα: «Η Ποίηση είναι η γλώσσα του ύψιστου υπερβατικού…». Ή ένα: «Η Ποίηση είναι η μόνη έκφραση του μόνου Εγώ». Και σ’ όσους τον κοιτάξουν δύσπιστοι, τους απαντά επιτιμητικά – με τη στραβή ματιά του μυημένου.
Στη στάση του έναντι του κοινού ο ντιλετάντης είναι τσεκουράτος. Φωνάζει παραστάτη του τον Χαίλντερλιν και στηλιτεύει τον «μικρόψυχο καιρό».
Οι αναγνώστες σήμερα; Είναι απαράδεκτοι, βάρβαροι, όχλος! Α, η αμορφωσιά, το επίπεδο, οι εκδότες, τα μπεστ-σέλερ…
Πολιτικά ο ντιλετάντης είναι καθωσπρέπει. Κοσμοπολίτης απ’ την κούνια του, βδελύσσεται τη βαλκάνια επαρχία που του έλαχε. Σείει τον δείκτη του προτεταμένο όταν μιλούν για ελληνικότητες και τέτοια. Νοιάζεται για τους μετανάστες, τους φτωχούς, το κλίμα που παραζεσταίνεται, τα gender studies. Τα ποιήματά του διανθίζονται μ’ ευχές ειρήνης απ’ τους Μπητλς ή από τον Γκάντι.
Με μία λέξη, ο ντιλετάντης μας είναι ευτυχής. Ούτε καλύτερος ούτε χειρότερος από τη χώρα ή τη στιγμή όπου ζει, μες στην ανέμελή του αυτάρκεια δεν ξέρει από ευθύνες. Εναντι αυτών που τον διαβάζουν, λ. χ. Ή έναντι μιας παράδοσης ποιητικής αιώνων. Ή, έστω, της γλώσσας όπου γράφει. Αυτός κάνει το χόμπι του επιτέλους! Δεν ξέρει καν ότι παρασιτεί. Αλλά και να το γνώριζε, γιατί να ενδιαφερθεί; Ο ντιλετάντης δεν λογοδοτεί· γι’ αυτό είναι ντιλετάντης.
εφημερίδα “Καθημερινή”
Ημερομηνία δημοσίευσης 09-12-12
artworks : Brooke Shaden – Weightless (2009-11)

Έφυγε ο ποιητής και πανεπιστημιακός Μίμης Σουλιώτης

Έφυγε ο ποιητής και πανεπιστημιακός Μίμης Σουλιώτης

Πέθανε ο Μίμης Σουλιώτης, ένας ακρίτας των γραμμάτωνΠέθανε ο Μίμης Σουλιώτης, ένας ακρίτας των γραμμάτων
Υπέκυψε ύστερα από εξάμηνη μάχη με τον καρκίνο
Γεννημένος το 1949 με καταγωγή από την Πελοπόννησο και το Μοναστήρι της πρώην Γιουγκοσλαβίας είχε επιλέξει να ζει στη Φλώρινα και να «φροντίζει» τα γράμματα. Είχε σπουδάσει Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Μεταπτυχιακά έκανε στη  Βυζαντινή Φιλολογία στη Βουδαπέστη ενώ εκπόνησε το Διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. 
Είχε περάσει από πολλές δουλειές, μανάβης, φορτωτής ξυλείας, τυπογράφος αλλά βασικά ήταν ένας  ακρίτας, ένας πολιτιστικός πόλος από μόνος του. Πνευματικό τέκνο του Γ. Π. Σαββίδη και λάτρης του Καβάφη είχε  ιδρύσει το «Βαλκανικό Άσυλο Ποίησης στις Πρέσπες», εξέδιδε περιοδικά, βιβλία για τη Φλώρινα αλλά και την ποίηση, έκανε διαλέξεις, καλούσε συγγραφείς να μιλήσουν. Παράλληλα ήταν αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Νηπιαγωγών της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και υπεύθυνος της βιβλιοθήκης του. 

Στη Φλώρινα στο πλαίσιο του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας οργάνωσε το πρώτο πιλοτικό πρόγραμμα δημιουργικής γραφής στα αγγλοσαξονικά πρότυπα με δίδακτρα και πολλούς καλεσμένους.
Είχε εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Σβούρα»,( Τραμ, 1972), «Ποιήματα εν παρόδω», (Τραμ, 1974), «Βαθιά επιφάνεια», (Κέδρος, 1992), «Αβγά μάταια», (Ερμής, 1998), «Περί ποιητικής», (Ερμής, 1999), «Υγρά», (Ερμής, 2000), «Ήλιος στην σκοτία», (Ερμής, 2001), «Παλιές ηλικίες», (Ερμής, 2002).   Τελευταία ποιητική του συλλογή ήταν η «Κύπρον , ιν ντηντ» (Μεταίχμιο, 2011). Στα  μη ποιητικά του έργα  περιλαμβάνονται τα : «58 σχόλια στον Καβάφη»,( Ύψιλον, 1993), «Οχτώ παραμύθια της Φλώρινας», (Φλώρινα, 1994), «Φλώρινα, μια πόλη στη λογοτεχνία», (Μεταίχμιο, 2002), «Αλφαβητάριο για την ποίηση», (Α.Π.Θ., Επίκεντρο, 1995), «Σκόρπια», (Gutenberg, 2001).
Ήταν υπεύθυνος της σειράς «Ανθολόγος Ερμής» των εκδόσεων «Ερμής», ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Συγγραφέων Δυτικής Μακεδονίας και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Ανακοίνωση εξέδωσε η Εταιρεία Συγγραφέων, της οποίας υπήρξε ιδρυτικό μέλος,  εκφράζοντας τα πιο θερμά της συλλυπητήρια στους οικείους του. Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί αύριο το μεσημέρι στη Φλώρινα.

Σπάνιο Χειρόγραφο του Κώστα Μίχου (Ντοκουμέντο ΠΟΙΕΙΝ)



Σπάνιο Χειρόγραφο του Κώστα Μίχου (Ντοκουμέντο ΠΟΙΕΙΝ)

ΑΥΓ 31

Κατηγορία: Ακαδημία Ποιείν, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής

(Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)
[Από το προσωπικό αρχείο του Μάνου Ελευθερίου]

Κώστας Μίχος, «644 Τ.Τ.Π.- Αύγουστος ‘62 ( παρά την Ελληνο- Γοιυγκ. μεθόριον)»
( Του Γιώργου Τσιρόγκα)
Το τραίνο των 12, το AUSTRIA’ EXPRESS θαρρώ,
σφύριζε… μιά, δυό, τρεις, ίσως τέσσαρες φορές μέσα στη νύχτα…
όταν έμπαινε στο θάλαμο ο “Γραφεύς της ημερισίας Διαταγής'
-Σέρνοντας μιαν απορία…
κάτι…
σαν αποτυχημένο “Επ’ ώμου'
ή τραγούδι.
Ο ' Γραφεύς της Ημερισίας Διαταγής'
με τα βαρειά βλέφαρα
και τα εικοσιτρία χρόνια.
Με το πακέτο των τσιγάρων στο χέρι
…σαν πρόφαση
ή αιτιολογικό αιτήσεως.
Ο Γραφεύς της Ημερισίας Διαταγής
με παγωμένο το χαμόγελο στα χείλη,
και το πεντακάθαρο,
το “αστράπτον', το “τέλειον' όπλο,
(όπως έλεγε ο λοχαγός…)
-Σαρκαστικό προσωπείο στην αδιακρισία μας-
…( Κείνη την εποχή η μανία του Βαρδάρη έδιωχνε τα σύννεφα.
Κι ήταν ακόμη Αύγουστος μήνας…)
(… Ο Αύγουστος του Γραφέα της Ημερισίας Διαταγής
έλεγαν οι φιλολογίζοντες του 644 Τ. Τ. Π.)
(Από τη συλλογή «Κβάντα και Αβαρή Ρευστά» Θεσαλονίκη 1969, 199 αντίτυπα εκτός εμπορίου, πηγή: http://giorgosmixos.blogspot.gr/2009/08/blog-post_6947.html)


***

Μάνος Ελευθερίου, «Κώστας Μίχος (1938-1974)»
Κώστα Μίχο γιατί κρύβεις τ’ όνομά σου;
Στα καφενεία που συχνάζεις δεν κατοικούν οι παντοκράτορες
Κώστας Καρυωτάκης γράφει κι η ταυτότητά σου,
πρίγκηπας επάγγελμα, πρίγκηπας για τη γενιά σου.
Παραμονεύουν οι φασίστες με τους ψευδομάρτυρες.
Κώστα Μίχο, σε ποιόν κρύβεις τ’ όνομά σου;
Μες στα ένδοξα Παρίσια δεν κερδίζεις τον παράδεισο.
Τη ξυραφιά του Ρεμπώ τη σκεπάζουν τα μαλλιά σου,
δεν φτάνουν όλα τα νερά της γης να πλύνουν το άγαλμά σου,
μια νεκροψία,-κι ύστερα το γαλανό πουκάμισο.
Κώστα Μίχο, μη μου κρύβεις τ΄όνομά σου.
Ένα κλαδάκι ουρανός ήταν μονάχα ο κλήρος σου.
Στις λοταρίες των ποιητών μια βρύση έλαχε στη μοιρασιά σου.
Της ζητιανιάς η φιλία ισορροπεί τη ζυγαριά σου,
στιχάκια ψίχουλα, μετάληψη και μύρο σου.
Κώστα Μίχο, μη μου κρύβεις τ’ όνομά σου.

****
Ο Κώστας Μίχος (Μιχαλόπουλος) γεννήθηκε το 1938 και αυτοκτόνησε το 1974. Εξέδωσε δυο ποιητικές συλλογές και δυο θεατρικά μονόπρακτα ανέβασε η Μαριέττα Ριάλδη με το θιάσό της.

Μιχάλης Παπαμακάριος, Φυσάει κόντρα


Μιχάλης Παπαμακάριος, Φυσάει κόντρα

ΙΟΥΛ 12

Κατηγορία: Αναγνώσεις, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής
untitledaaaaaaaa.bmp
Φυσάει Κόντρα
Μουσική Αντίσταση στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και του πολέμου
Ένα βιβλίο για τη μουσική και το κίνημα!
Ένας τόμος με στοιχεία, άποψη, πολλές φωτογραφίες και υλικό από την παγκόσμια μουσική σκηνή.
Το rock της αντίστασης, η electronica της αμφισβήτησης, το hip-hop της ανατροπής. Το πολιτικό τραγούδι επιστρέφει, είναι εδώ, ζωντανό και επικίνδυνο. Οι συναυλίες κατά του πολέμου και της παγκοσμιοποίησης.
Ο Marcos και η Ιντιφάντα γίνονται τραγούδια. Τα μουσικά μανιφέστα της εποχής μας και οι σύγχρονοι επαναστάτες της μουσικής σκηνής.
Ένα χρονικό της μουσικής αντίστασης στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και του πολέμου. Στους καιρούς που παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες των κυριάρχων φυσάει κόντρα…..
· 87 δίσκοι – μανιφέστα του κοινωνικού και πολιτικού τραγουδιού της εποχής μας.
· 23 βιογραφίες των σύγχρονων επαναστατών της μουσικής σκηνής. Μια ιστορία γραμμένη με ρυθμούς, νότες και συνθήματα.
· Ένα χρονικό της μουσικής αντίστασης στους καιρούς της παγκοσμιοποίησης και του πολέμου. Στους καιρούς που παρά τις αγωνιώδεις προσπάθειες των κυριάρχων φυσάει κόντρα…
Με πολλά στοιχεία, βιβλιογραφία, δισκογραφία και βιογραφικά όλων των πρωταγωνιστών της μουσικής αντίστασης!
Περιεχόμενα: Μέρος Πρώτο: μια ιστορία γραμμένη με ρυθμούς, νότες και συνθήματα, 1. στους ρυθμούς του Σιάτλ και της Γένοβας, 2. Επόμενη στάση η ελπίδα. Οι περιπέτειες ενός διεθνιστή τροβαδούρου, 3. όχι στο όνομά μας. Το αντιπολεμικό τραγούδι σήμερα, 4. Ο ηλίθιος Αμερικανός. Μουσική ενάντια στον Μπούς, 5. Μέρες αδέσποτες. Η ελληνική πραγματικότητα, Μέρος Δεύτερο: οι άνθρωποι και τα έργα, εισαγωγή, 6. Οι φωνές της αντίστασης. Οι δημιουργοί στο προσκήνιο, 7. Τα μουσικά μανιφέστα του καιρού μας, Μέρος Τρίτο: για να ενωθούν όλα τα τραγούδια του κόσμου σε ένα τραγούδι ελευθερίας, 8. Από τους ποιητές των κινημάτων στο κίνημα των ποιητών
Εκδόσεις ΚΨΜ
Πηγή: www.kapsimi.gr

Alejandra Pizarnik (1936-1972), Τέσσερα ποιήματα (μτφρ.-επίμετρο: Ελένη Κεφάλα)



Alejandra Pizarnik (1936-1972), Τέσσερα ποιήματα (μτφρ.-επίμετρο: Ελένη Κεφάλα)

ΟΚΤ 19

Κατηγορία: Μεταφραστικό Εργαστήρι, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής


Εξορία
Στον Raúl Gustavo Aguirre
Αυτή η μανία να με νομίζω άγγελο
δίχως ηλικία,
δίχως ένα θάνατο που να μπορώ να ζήσω,
δίχως συμπόνια για τ’ όνομά μου
μήτε γι’ αυτά τα κόκκαλα που περιφέρονται και κλαίνε.
Και ποιος δεν έχει μια αγάπη;
Και ποιος δεν χαίρεται ανάμεσα σε παπαρούνες;
Και ποιος δεν κατέχει μια φωτιά, ένα θάνατο,
ένα φόβο, κάτι φρικτό,
κι ας είναι με πούπουλα
κι ας είναι με χαμόγελα;
Μοχθηρό παραλήρημα ν’ αγαπάς μια σκιά.
Η σκιά δεν πεθαίνει.
Κι η αγάπη μου
αγκαλιάζει μονάχα αυτό που ρέει
σαν λάβα κόλασης:
μια σιωπηρή στοά,
φαντάσματα σε γλυκιά διέγερση,
ιερείς από αφρό,
και πάν’ απ’ όλα αγγέλους,
αγγέλους ωραίους σαν μαχαίρια
που ανυψώνονται τη νύχτα
κι αφανίζουν την ελπίδα.
[από την ποιητική συλλογή,
Οι χαμένες περιπέτειες (1958)]

3
μόνο η δίψα
η σιωπή
καμιά συνάντηση
να προσέχεις από μένα αγάπη μου
να προσέχεις απ’ τη σιωπηλή στην έρημο
απ’ την ταξιδιώτισσα με το αδειανό ποτήρι
κι απ’ την σκιά της σκιάς της
14
Το ποίημα που δεν λέω
αυτό που δεν αξίζω.
Φόβος του να είσαι δυο
δρόμος του καθρέφτη:
κάποιος κοιμάται μέσα μου
με τρώει και με πίνει.
16
έχεις φτιάξει το σπίτι σου
έχεις καλύψει με φτερά τα πουλιά σου
έχεις κτυπήσει στον άνεμο
με τα δικά σου κόκκαλα
έχεις τελειώσει μόνη
εκείνο δεν άρχισε κανείς
[από την ποιητική συλλογή,
Δέντρο της Άρτεμης (1962)]

Η Αλεχάντρα Πισάρνικ γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες στις 29 Απριλίου του 1936 από γονείς μετανάστες από την ανατολική Ευρώπη. Αποτελεί μια από τις εμβληματικότερες φιγούρες της λογοτεχνίας της Αργεντινής κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Η ποίησή της χαρακτηρίζεται από μια βαθιά εσωστρέφεια και ένα λιτό αισθησιασμό όπου η κάθε λέξη αποκτά τη δική της οντότητα. Το 1958 εξέδωσε την τέταρτη ποιητική συλλογή της, Οι χαμένες περιπέτειες, από την οποία παραθέτουμε το ποίημα «Εξορία». Η συλλογή ποιημάτων, Δέντρο της Άρτεμης (1962), με πρόλογο του Οκτάβιο Πας, σηματοδότησε την ώριμη περίοδο της ποιητικής της καριέρας. Η Πισάρνικ αυτοκτόνησε στις 25 Σεπτεμβρίου του 1972, παίρνοντας υπερβολική δόση ναρκωτικών.

Γιώργος Βολουδάκης, Ποιήματα (επιμέλεια-επίμετρο: Αντώνης Ψάλτης), Α΄ΜΕΡΟΣ ΔΕΚ 21




Γιώργος Βολουδάκης, Ποιήματα (επιμέλεια-επίμετρο: Αντώνης Ψάλτης), Α΄ΜΕΡΟΣ

ΔΕΚ 21

Κατηγορία: Διαρκής Ανθολογία Ελληνικής Ποίησης "Ποιείν", καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής



ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ: « νεόδμητο παρανάλωμα », εκδόσεις ΠΛΕΘΡΟΝ, 1984

ΝΕΟΔΜΗΤΟ  ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ
Όταν  οι  αισθήσεις  μας
απομένουν  κατάμονες
υπάρχει  κάποια  μυστηριακή λειτουργία
που  θεμελιώνει  τους  πόθους  μας.
Φωταγωγούμε  μια  έξοδα
πλάθοντας ένα  καινούργιο σύμπαν
από  μετέωρες  αλήθειες
δίκοπες,  ερμαφρόδιτες.
Τρέχουμε  πάνω  στις  πλάτες
αφηνιασμένων αλόγων
μέσα  σ΄ ανάσκελο  σκοτάδι
με  τα  χέρια εκτεινόμενα
στο  ανάγλυφο  του  χάους,
καθώς  απ΄ τις  παλάμες  μας
φυτρώνει φρέσκο  χρώμα.
Είμαστε εμείς  οι  εραστές
των  μη  συνειρμικών  ήχων
με  φωνές  που  αναλιώνουν
σκονισμένη  τρυφερότητα
σχισμένο πάθος
σαν ιερείς
σ΄ ένα  κονσέρτο ηλεκτρονικής
χωρίς μηνύματα
μονάχα  ψηφία  που  ξεπηδούν
από  αδιάκοπα  πλήκτρα.
Κύμβαλα  της  υπάρξεως  εμείς,
πλανώμενα  βέλη  του  ανέμου
ψάχνουμε  στα  τοιχώματα  τα΄ ουρανού
μαύρες  τρύπες,  μαύρα  ανάκλιντρα
σ΄ ανάψουμε  το   ύψος  μας.

ΔΕΙΛΙΝΟΣ  ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ
Πολύχρωμα  φυλλώματα  του  δειλινού
καταπίνουν  τον  ήλιο
καθώς  εκείνος  σέρνει  τον  κυκλικό  χορό
της  αεναότητος.
Ο  κόσμος  κυματίζει
μέσα  στους  τόσους  αυλούς
που  διεξάγουν  την  κίνησή  του.
Κάποιος  επίπεδος  φθόγγος
κατρακυλάει  με  άλματα…
… ένας  ναύτης  πέφτει  απ΄ το  τρίτο  ξάρτι
ξεδιπλώνοντας  μπροστά  στα  μάτια μου
τα  φτερά  του  θανάτου.
Μεσολαβεί  το  σκότος.
Οι  γρύλοι  καταβροχθίζουν  τα  απόηχα  των  λυγμών.
Στα  διάκενα  των  θορύβων
εδρεύει  η  νύχτα
πρωτοστάτρια…

ΑΝΑΠΝΟΗ  ΖΩΓΡΑΦΙΣΜΕΝΗ  ΜΕ  ΗΧΟΛΟΓΑ
Πλούσια  φλέβα  ορυκτού  ονείρου
ανακαλύπτουμε  κάθε  φορά
όταν  σκοντάφτουμε  πάνω  στις  πληγές  μας
ανασύροντας  ένα  αδαπάνητο  δάσος  μ΄ απαντήσεις
στα  τρωκτικά  ερωτήματα  του  κόσμου.
Βοερά  σύμβολα
τραγούδια  μέσα  σε  καπνούς
ήχοι  κατρακυλάνε  σε  γκρεμούς
λέξεις  ακροβατούν  σε  γαλανό  σκοτάδι.
Όλα,  είν΄  ένας  χλωμός
καθρέφτης  του  έρωτά  μας
αλλά  οι  καθρέφτες  δεν  είναι  από  πραγματικότητα
παρά  μονάχα  εύθραυστοι ειδωλοδείκτες.
Στο  στήθος  μας
μια  φλόγα ερημίτισσα
κρατάει  κλεισμένη  την  πυρακτωμένη  αλήθεια
και  συνεχίζει  στο  ενδόμυχο
τη  μυστική  ζωή  της.

ΝΕΑΡΗ   ΕΠΙΛΥΣΗ
Όπως  το  χάραμα
κόβει  στα  δυο  τον  χρόνο
έτσι  μια  μποτίλια  με  πόνο
λευτερώνει  τα  άλματα
κι  αντιστρέφει  τα  σφάλματα
σε  ανθρώπινο  μάλαμα.
Λέξεις  ανείπωτες
σαν  μια  όαση  κάπου
έξω  απ΄ τα  δεσμά  του  θανάτου
καθρεφτίζουν  μια  έφοδο
κι  οδηγούν  προς  την  έξοδα
τις  ψυχές  μας  ανύποπτες.
Άδειο  περίστροφο
της  ανάγκης  η  γνώση
τίποτα  δεν  έχει  να  δώσει
σ΄ αυτόν  τον  κόσμο  που  πέρα
έχει  ναυλωμένη  γαλέρα
για  ταξίδι  αντίστροφο.
Απ΄ ανάγκη  σε  γνώση  το  δίλημμα
του  καιρού  είναι ψεύτικο  φίλημα.


ΔΙΑΧΥΣΕΙΣ
Οι  ώρες  αξημέρωτες
πενθούν  τις  ερημιές  μας
πετώντας  δευτερόλεπτα  λουλούδια.
Κατακερματισμός !
πόσο  σύνθετη  η  λέξη  που  δηλώνει
ολόκληρη  την  προσωπική  μας  αποσύνθεση.
Στα  αβάσταχτα  ανάμεσα
ο  μίσχος  των  στίχων  και  του  έρωτα
είναι  για  μένα  το  σκουπόξυλο  της  μάγισσας.

ΕΜΜΟΝΕΣ  ΤΡΟΧΙΕΣ
Σε  ατέρμονες  σήραγγες
οι  σκέψεις  τρέχουν  αιχμηρές
στάζοντας  ιδρώτα  από  χιόνι,
τέμνοντας  αδιάκοπα
την  ήβη  του  μέλλοντος
σε  ανισόπεδες  μέριμνες.
Τα  λόγια  κυλάνε
σαν  παγοπέδιλα  αμφιρρέποντας
στο  λείο  δέρμα  του  πάγου
χωρίς  αγωνία.
Πορφυροί  λεπτοδείκτες
κινούνται  προς  το  αέναο  ταξίδι
εξασφαλίζοντας
την  παρουσία  και  την  διαμονή  μας  στα  επικείμενα.
Η  αιμάτινη  ρομφαία  των  μαρτύρων
κρατάει  ανοιχτό  τον  δρόμο
πάντοτε  παρούσα.


ΤΑ  ΟΣΤΑ  ΤΗΣ  ΕΝΔΟΞΗΣ  ΧΑΜΕΡΠΕΙΑΣ
Απ΄ τα  υψίπεδα  της  γνώσης
ειν΄ αλλιώτικη  η  θέαση.
Στοχάζομαι  πόσο  αδικημένοι  είναι  οι  άνθρωποι
που  νυχθήμερα  μπλέκονται
στα  τυχάρπαστα  βασανάκια  τους
τα  τόσο  καθημερινώδη
τσακίζονται  τα  φτερά  τους
σαν εφήμεροι
στις  αγχωδίες  των  δρόμων.
Κουνούπια – βρυκόλακες
στεγνώνουν  τις  ραχοκοκαλιές  τους
από  κάθε  σταγόνα  φαντασίας.
Τους  κυβερνούν
έμποροι  και  τεχνοκράτες
κι  εκείνοι  τρέχουν  κυνηγώντας  τον  ίσκιο  τους
προς  μια  ολοένα  μεγαλύτερη
παραγωγή  του  άχρηστου.
Κάνουν  ενίοτε  στάσεις  εργασίας
σαν  βραχύβια  πειραματόζωα  ζητώντας
καλύτερες  συνθήκες
πειραματισμών  και  εξόντωσης.
Και  γω  θαρρώ  πως  δραπετεύω
από  τούτη  την  κόλαση
σκάβοντας  κάθε  νύχτα
κι  αδιάλειπτα  προειδοποιώντας
όσους  έχουν  ακόμα  ακοή:
Καθώς  ο  κόσμος
καπιταλίζεται  σοσιαλιστικά
κτυπώντας  αδιάφορα
το  σάπιο  του  τύμπανο
ο  υπόκοσμος  της  σελήνης  δεν  θ΄ αργήσει
να  εκδικηθεί
για  την  χαμένη  αθωότητα
για  τα  όνειρα  που  αφήσαμε  έκθετα
στην  αποσύνθεση.

ΣΤΗΝ  ΑΛΗΘΙΝΗ  ΓΝΩΣΗ
Η  σκέψη  μου  διανύει
το  απέραντο,  άυλο  σώμα  σου
αγγίζοντας
τα  χαϊδευτικά  σου  διακροτήματα.
Σαν  λυχνία  πυρακτωμένος  αισθάνομαι
καθώς  είσαι  μέσα  μου
φωτεινή δίκη  που  θριαμβεύει
στο  ανάξιό  μου  τίποτα.
Σκύψε  να  με  δεις  όπως  θα  φεύγεις
θα  μείνω  πάλι  μοναχός
θα  διαλύω
σ΄ απεγνωσμένες  κλήσεις  τη  φωνή  μου.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ  ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Το  βάθος  είναι
εκεί  όπου  συνωστίζονται
χιλιάδες  λέξεις
σε  μια  σιωπηλή  συναίνεση.
Το  βάθος  είναι  ακριβώς  η  πυκνή  σιωπή
μες  στους  ξεθωριασμένους  ωκεανούς
της  αερολογίας.

ΕΝΑΥΣΜΑ
Στρώσε  το  τραπέζι
στην  αυλή  του   παραμυθιού
με  τα  γεράνια.
Το  πνεύμα  ενσωματώθηκε  στην  ύλη.
Πάρε  τα  μονοπάτια
που  κάποτε  πλακόστρωναν  βήματα
και  θ΄ αντέξεις
την  κλίση  των  θλιμμένων  προσώπων
που  καταπίνουν  άστρα.
Όλα  συγκλίνουν  στην  ύλη.
Απρόσκοπτα  μονάχα  εκλέγουν
τα  ποτάμια  την  ροή  τους.
Τα  σώματα  μας,  σκέφτομαι,
είναι  δανεικά,  δεν  μας  ανήκουν
αλλά  έχουμε  αθάνατη  την  εκλογή,
μέσα  στη  ζοφερή  μας  ευθανασία,
την  ύλη  υποτάσσοντας  να  διαπερνάμε.


ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η πρώτη φορά που εγγράφεται στα μάτια μου το όνομα του Γιώργου Βολουδάκη
είναι το 2000. Στον συγκεντρωτικό τόμο των συνεντεύξεων του Μίλτου Σαχτουρη
( εκδόσεις Καστανιώτης ) και στην συνομιλία του ποιητή με την Ελένη Ζιώγα
με τον τίτλο  δεν υπάρχει καλή ποίηση δίχως πόνο  στην εφημερίδα  Η
Θεσσαλία του Βόλου
  , 8, Απρίλιος 1990. Όταν η συνομιλήτρια τον ρωτάει για
νέους ποιητές ο Σαχτούρης αναφέρει τον Βολουδάκη και την δεύτερη ποιητική
του συλλογή με τίτλο Ο ΦΑΝΤΗΣ ΚΑΡΡΟ ΣΕ ΣΤΡΟΦΗ ΦΟΥΡΚΕΤΑ . Αμ έπος αμ
έργον σαρώνω όλα τα βιβλιοπωλεία Θεσσαλονίκης και Αθηνών για να βρω την
συλλογή ( δεν είναι δα λίγα τα εχέγγυα ) και ότι άλλο αφορά αυτό το
πρωτάκουστο όνομα, και να με οικτίρω ταυτοχρόνως  …βρε άμυαλε που νόμιζες
πως τους ξέρεις όλους! Ευτυχώς δεν ήταν δύσκολο να βρω το προαναφερθέν
βιβλίο μολονότι δυσκολεύτηκα περισσότερο για να βρω την πρώτη του συλλογή
με τίτλο   νεόδμητο παρανάλωμα. Επρόκειτο όντως για μια αποκάλυψη!
Για ένα ξάφνιασμα πυροτεχνήματος και για το πυροτέχνημα ενός ξαφνιάσματος!
Με συνέπαιρνε δε το γεγονός ότι ο Βολουδάκης εξέδωσε μόλις δυο συλλογές και
έπειτα σιωπή …. κάτι σαν τον Ρεμπώ! Δεν άργησα λοιπόν ( γι αυτό το γεγονός
και μόνο) να τον βαφτίσω μέσα μου ο έλληνας Ρεμπώ! Όσο κι αν έψαξα
περαιτέρω, όσο κι αν εισήλθα, άμαθος τότε, στον χώρο του διαδικτύου για
περισσότερους θησαυρούς, ακόμη και κάποια μάλλον άστοχα τηλεφωνήματα
επιχείρησα, το αποτέλεσμα μηδέν και η σιωπή ολάκερο σύμπαν … Περίπου στο
2010 έφτασε στα χέρια μου μία μετάφραση των ποιημάτων του Jim Morrison με
τον τίτλο Τα Νέα Πλάσματα , από τις εκδόσεις ΑΡΚΤΟΣ ,1992 , σε μετάφραση
Γιώργου Βολουδάκη! Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για τον σιγήσαντα ποιητή,
αφού ο ίδιος αφιερώνει ένα ποίημά του στον Morrison στο δεύτερο βιβλίο του.
Σύμφωνα με το βιογραφικό του Βολουδάκη που  βρίσκεται στο δεύτερο βιβλίο
του, γεννήθηκε το 1959 και απ΄ ότι μπορώ να υποθέσω είναι κάτοικος Αθηνών.
Ας είναι αυτή η ανάρτηση στο φιλόξενο <<ΠΟΙΕΙΝ>> μια προσπάθεια να μάθουμε
οτιδήποτε άλλο, ποιητικό εννοώ, για τον συγκεκριμένο ποιητή, τον οποίο
θεωρώ εξαίσιο, ή ακόμη περισσότερο ας είναι αυτή η ανάρτηση μια πρόκληση
για τον ίδιο τον Γιώργο Βολουδάκη να μας φανερωθεί ξανά.

André Breton (1896 – 1966), «Ο Ελεύθερος Γάμος» (μετφρ.-σημείωμα: Κώστας Ριτσώνης)



André Breton (1896 – 1966), «Ο Ελεύθερος Γάμος» (μετφρ.-σημείωμα: Κώστας Ριτσώνης)

ΜΑΙ 16

Κατηγορία: Μεταφραστικό Εργαστήρι, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας


Η γυναίκα μου με τα μαλλιά της φωτιάς του ξύλου
Με σκέψεις των αστραπών της ζεστασιάς
Με τη μέση της κλεψύδρας
Η γυναίκα μου με τη σιλουέτα της ενυδρίδας μέσα στης τίγρης τα δόντια
Η γυναίκα μου με κονκάρδα το στόμα της και με το μπουκέτο
των άστρων του τελευταίου μεγαλείου
Με δόντια αποτυπώματα του λευκού ποντικού πάνω στην άσπρη γη
Mε την κεχριμπαρένια γλώσσα την καθαρισμένη
Η γυναίκα μου με τη γλώσσα της μαχαιρωμένης όστιας
Με τη γλώσσα της κούκλας που ανοίγει και κλείνει τα μάτια
Με τη γλώσσα της πέτρας της απίστευτης
Η γυναίκα μου στα βλέφαρά της κοντύλια των μικρών παιδιών
Στα φρύδια της η άκρη της χελιδονοφωλιάς
Η γυναίκα μου στους κροτάφους της οι σχιστόλιθοι σκεπής θερμοκηπίου
Και με τους αχνούς στα τζάμια
H γυναίκα μου με τους ώμους της σαμπάνιας
Και με σιντριβάνι από κεφάλια δελφινιών που ζουν κάτω απ’ τον πάγο
Η γυναίκα μου με τους καρπούς σαν τα σπίρτα
Η γυναίκα μου με τα δάχτυλα του τυχαίου και του άσσου κούπα
Με τα δάχτυλα του κομμένου χόρτου
Η γυναίκα μου με τις μασχάλες των αλεπούδων της νύχτας του Άη Γιάννη
Με μπράτσα απ’ τον αφρό της θάλασσας και του υδατοφράκτη
Και με το ανακάτωμα του σταριού και του μύλου
Η γυναίκα μου με τις γάμπες σα ρουκέτα
Με κινήσεις ρολογιού κι απελπισίας
Η γυναίκα μου με κνήμες απ’ το μεδούλι του κουφόξυλου
Η γυναίκα μου με πόδια γράμματα κεφαλαία
Με πόδια αρμαθιά κλειδιά στο πόδια των πιωμένων καλφάδων
Η γυναίκα μου με μαργαριταρένιο κριθάρι στο λαιμό
Η γυναίκα μου με χρυσή κοιλάδα στήθος
Το ραντεβού μέσα στην ίδια την κοίτη του χειμάρρου
Στα στήθια της νύχτας
Η γυναίκα μου με στήθια θαλασσινά καλύβια
Η γυναίκα μου με στήθια όρυγμα ρουμπινιών
Με τα στήθια φάντασμα του τριαντάφυλλου κάτω απ’ την τριανταφυλλιά
Η γυναίκα μου με την κοιλιά ξεδίπλωμα της βεντάλιας των ημερών
Με την κοιλιά γαμψό νύχι γιγάντιο
Η γυναίκα μου με την πλάτη του πουλιού που δραπετεύει κάθετα
Με την πλάτη του ζωηρού ασημιού
Με την πλάτη του φωτός
Με σβέρκο από τυλιγμένη πέτρα και βρεγμένη κιμωλία
Και το πέσιμο ενός ποτηριού απ’ όπου μόλις ήπιαμε
Η γυναίκα μου με τους γοφούς της βάρκας
Με τους γοφούς της γυαλάδας και τις φτερούγες του βέλους
Και από κοτσάνια φτερών του άσπρου παγωνιού
Της ζυγαριάς της άσπλαχνης
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από κεραμικό και από αμίαντο
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια από την πλάτη του κύκνου
Η γυναίκα μου με τα οπίσθια της άνοιξης
Με το σεξ της γλαδιόλας
Η γυναίκα μου με το σεξ της διευθέτησης και του ορνιθόρρυγχου
Η γυναίκα μου με το σεξ από φύκια και από αρχαίες καραμέλες
Η γυναίκα μου με το σεξ του καθρέφτη
Η γυναίκα μου με τα μάτια με δάκρυα γεμάτα
Με τα μάτια μενεξεδιάς πανοπλίας και μαγνητισμένης βελόνας
Η γυναίκα μου με μάτια της σαβάνας
Η γυναίκα μου με μάτια νερό να το πιείς στην φυλακή
Η γυναίκα μου με μάτια δάσος συνέχεια κάτω απ’ το τσεκούρι
Με μάτια της στάθμης του νερού της στάθμης του αέρα της γης και της φωτιάς


**********

Σημείωμα

Ο André Breton ήταν φίλος του Πωλ Βαλερύ και θαύμαζε τον Μπωντλαίρ, τον Ρεμπώ,  τον Λωτρεαμόν και τον Μαλλαρμέ …έκανε παρέα με τον Απολλινέρ ….μελέτησε τις θεωρίες του Φρόυντ και μαζί με τον Σουπώ και τον Ντεσνός στερα από πειράματα υπνωτισμού ανακάλυψαν την αυτόματη γραφή. Ίδρυσε το κίνημα « νταντά», Το τραγούδι του ντανταϊστή / που είχε το νταντά μες στην καρδιά /κούρασε πολύ τη μηχανή του / που κι αυτή είχε το νταντά μες στην καρδιά  (Φιλίπ Σουπώ). Έγραψε τα τρία μανιφέστα του υπερρεαλισμού. Πιστός στις θεωρίες του και στον έρωτα μάς συγκινεί με ένα δικό του έντονο και αφηρημένο τρόπο .

ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΥΡΙΚΟΥ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΥ (μτφρ.: Νίκος Βουτυρόπουλος), Προδημοσίευση ΟΚΤ 15




ΜΙΚΡΟ ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΛΥΡΙΚΟΥ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΥ (μτφρ.: Νίκος Βουτυρόπουλος), Προδημοσίευση

ΟΚΤ 15

Κατηγορία: Μεταφραστικό Εργαστήρι, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας


1. Ernst Stadler

Λέξεις
Μας απάγγειλαν λέξεις που βρίσκονταν πέρα από κάθε γνώση
και πόθο και γυμνή ομορφιά.
Προσεκτικά τις κρατήσαμε, σαν εξωτικά λουλούδια, και μ’ αυτές
στεφανώσαμε τα χρόνια μας τα παιδικά.
Υπόσχονταν περιπέτεια και θύελλα, κινδύνους και έκσταση και
όρκους θανάτου.
Μέρα τη μέρα καρτερούσαμε την περιπέτεια να βρούμε.
Αλλά άδειες κυλούσαν οι βδομάδες χωρίς σημάδια, και άλλο
δεν αντέχαμε το κενό μας να κουβαλούμε.
Και με τον καιρό οι πολύχρωμες λέξεις τα φύλλα τους αρχίσανε
να χάνουν. Χωρίς καρδιοχτύπι τις προφέραμε πλέον.
Και όσες με χρώματα απομείνανε, δραπετεύσανε και φύγανε απ’
τη γη:
Κάπου μαγεμένες ζούσαν σε παραδείσια νησιά, παραμυθένια
και γαλήνια.
Το ξέραμε: απλησίαστες ήταν σα σύννεφα λευκά πάνω από τον
παιδικό μας ουρανό.
Αλλά κάποια βράδια κρυφά δακρύζαμε και νοσταλγικά, καθώς
ακούγαμε τον σβησμένο τους σκοπό.




*
Η μορφή είναι ηδονή
Μορφή και σύρτης πρέπει πρώτα να σπάσει,
Ο κόσμος από ανοιχτούς σωλήνες να περάσει:
Η μορφή είναι ηδονή, ειρήνη, ουράνια χαρά,
Αλλά εμένα να οργώνω το χώμα με τραβά.
Η μορφή να με δέσει θέλει και να με ορίσει,
Αλλά εγώ θέλω το Είναι μου παντού να ορμήσει-
Η μορφή είναι σκληρή διαύγεια που έλεος δεν έχει,
Αλλά για τους φτωχούς και θολωμένους έγνοια με κατέχει,
Και τον εαυτό μου δίχως όρια να δώσω
Έτσι ζητώ τη ζωή μου να εκπληρώσω.

Σχόλιο:
Τα παραπάνω δυο ποιήματα του Ernst Stadler (1883-1914), που περιέχονται στη συγκεντρωτική συλλογή του: Der Aufbruch, Leibzig 1914, θεωρούνται από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Οι πρωταρχικές επιρροές του ποιητή από τον νεορομαντισμό των Hoffmanstahl και George βρίσκονται πλέον μακριά, ενώ κυριαρχούν μηνύματα για μια παγκόσμια συμφιλίωση, για υπέρβαση του Εγώ και για νέες εκφραστικές δυνατότητες. Μετά από σπουδές συγκριτικής φιλολογίας στο Μόναχο, το Στρασβούργο και την Οξφόρδη, ο Stadler δίδαξε φιλολογία στις Βρυξέλες, ασχολήθηκε με τη μετάφραση έργων του Σαίξπηρ και απέρριψε θέση καθηγητή σε πανεπιστήμιο του Καναδά, για να στρατευτεί τελικά στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και να χάσει τη ζωή του στις 30.10.1914 από χειροβομβίδα στο Ypern.

Δήμος Μούτσης, Τέσσερις στίχοι




Δήμος Μούτσης, Τέσσερις στίχοι

ΔΕΚ 06

Κατηγορία: Ακαδημία Ποιείν, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής
dhmos_moytshs.jpg
Να!
Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Ο απέναντι με ακούει με απορία και μετά,
«Να κι αν είναι κι αν δεν είναι» μου απαντά.
«Να, να , να!…»
Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Είναι τα οράματα που λείπουν
«διότι», «δεν» και τα λοιπά,
είν’ ο φόβος, όχι τίποτα σπουδαίο φυσικά,
μα που μας κάνει ξαφνικά,
για ό,τι υπάρχει ένα γύρω να μη δίνουμε μια
και «Να, να , να!…»
Για τα παιδία που περιμένουν κι ελπίζουν
νύχτα μέρα με παυσίπονα και ηρεμιστικά,
μήπως έχουμε κάτι να πούμε? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»
Για τους φαντάρους που ονειρεύονται τις νύχτες
κι έναν ύπνο ανεξύπνητο κοιμούνται στη σκοπιά,
μήπως έχουμε κάτι να πούμε? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»
Κάθε φορά που η ζωή μας ακριβαίνει.
Τι περίεργη λιτότης! Δύο μέτρα, δύο σταθμά.
Nα!
«Η Ελλάδα μας πληγώνει»*. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να , να!…»
Εμένα πάντως η Ελλάδα με μουντζώνει,
όμως εσένα πονηρούλη σε πληρώνει τελικά,
μου αγοράζεις ένα ύφος ακριβά ή φτηνά
και «Να, να , να!…»
Αυτοκράτορας σκοτώνει τη μαμά του – λέει –
διαγράφονται οι λέξεις ’γιος – Μέγας και τα λοιπά.
Ιστορίες θα λέμε τώρα? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»
Τετρακόσια χρόνια φάγαμε τους Τούρκους.
Συνηθίσαμε και τρώμε και τους Έλληνες μετά.
Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να , να!…»
Όλα αλλάζουν, ξαναλλάζουν κι αλαλάζουν.
Ένας κόσμος σαν κοπάδι αλαφιασμένο τριγυρνά.
Οι κερκίδες τι σημαίνουν? Ε, καλά.
Εμείς «Να, να , να!…»
«Το μυαλό μου είναι σε φάση να σαλτάρει».
Τουτ’ η φράση μου ‘χει μείνει από τα Νέα Ελληνικά.
«Πολυτέλειες» θα μου πείτε. Ε, καλά!
Εμείς «Να, να , να!…»
Ιδού λοιπόν η εποχή των συμπλεγμάτων.
Ο απέναντι με ακούει, με κυττάζει και μετά
«Πόση αλήθεια κρύβει τουτ’ η ιστορία μου απαντά».
Κι εκεί τελείως ξαφνικά,
Μου θυμίζει κάτι λόγια - κάτι λόγια γνωστά –
ωραία κι αληθινά.
«Το λουλουδάκι αυτό δεν ήταν για μας.
Το κόψαμε, το φάγαμε και το φτύσαμε μετά»**.
αλλά για τέτοια θα λέμε τώρα? Ε, όχι δα!
Εμείς «Να, να , να!…»

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει

Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
με την ανάσα ενός παιδιού
σημάδι τούτου του καιρού
που μας φοβίζει και μας καίει
Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
ειν’ η δική μας παρουσία
τον ύμνο ακούγοντας να λέει
χαίρε ω χαίρε ελευθερία
Κι είν’ οι φωνές μας στον αέρα
αλήθεια ποια είναι η αλήθεια
έτσι που ζεις από συνήθεια
μια μέρα ακόμα και μια μέρα
Κι ο ουρανός που μας σκεπάζει
μια φυσαρμόνικα που κλαίει
κι εμείς ανυποψίαστοι κι ωραίοι
μέσα στο θαύμα που βουλιάζει
Λίγοι καλοί κι αυτοί μοιραίοι
παραιτημένοι κατά βάθος
ω με πόση ένταση και πάθος γίνονται
πρώτοι οι τελευταίοι
Μια φυσαρμόνικα που κλαίει
ακολουθώ τα βήματά σου
μέσα στην ερημιά του κόσμου
κι έρχομαι πλάι εκεί κοντά σου
Έχω ένα θεό
Αχ, έχω έναν Θεό μες στην κοιλιά μου
που τον ταΐζω, και τον ποτίζω λέει να μ’ ορμηνεύει
κι αυτός με τρώει και με πίνει και θεριεύει.
Τρώει και πίνει τη σοδειά μου ο Θεός και θριαμβεύει.
Αχ, έχω έναν Θεό μες στην κοιλιά μου
που τον οπλίζω και του ζητάω λέει να με στηρίζει
κι αυτός με πάει κι όσο πάει με βυθίζει
και σ’ ένα εβραίικο παζάρι με πουλάει ο Θεός και μ’ αφανίζει.
Ω αλλελούγια!
Ω αλλελούγια!
Στεφάνια και φανφάρες και σημαίες και μεγάλες στολές,
πώς να πεθάνουμε το μάθαμε καλά απ’ των σχολειών τις αυλές
μα πώς να ζούμε ούτε κουβέντα, παραδομένοι έτσι άνευ όρων
στην βασιλεία των ουρανών και των εμπόρων.
Μα εγώ έχω και μια φλόγα μες στην κοιλιά μου
που με φωτίζει και μ’ αξιώνει και με ζεσταίνει
μέρα και νύχτα, μέρα νύχτα αναβοσβήνει ανασαίνει
και μου θυμίζει την φωνή μου τούτη η φλόγα εδώ και με τρελαίνει.
Αχ, είναι ετούτη η φλόγα μες στην κοιλιά μου
που με φωτίζει, μ’ ελευθερώνει και με πηγαίνει,
ένας Θεός που ούτε μιλάει ούτε κρύβει αλλά σημαίνει
μια παντοδύναμη φωτιά που αναβοσβήνει με ρυθμό και μ’ ανασταίνει.

Το όνειρο

Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’ όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ
κι εγώ από την άλλη
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ ήμουνα εγώ κι από την άλλη
έτοιμος να μου αποκριθώ και να ρωτήσω πάλι
κι ύστερα χάθηκα μακριά χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
Κι είδα ένα παιδί μικρό παιδί που έπαιζε και μου ‘ριχνε στα ζάρια
το ύστερο του πόθου μου φιλί τα πρώτα παιδικά μου χάδια
κι εκεί- εκείνη τη στιγμή άκουγα να τραγουδάν εντός μου
ο ύπνος με το θάνατο μαζί
τραγούδια του ερωτός μου
κι ύστερα πάλι ξαφνικά χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
Κι είδα τις ελπίδες μας σκιές βάδιζαν αμίλητα εμπρός μου
σύμβολα σημεία και μυστικές μορφές αυτού του μάταιου κόσμου
και είκοσι αιώνες σκοτεινοί έφταναν στο τέλος τους πια τώρα
κι από έναν κόσμο σ’ άλλονε τελικά εμείς περνάμε λέει ώρα την ώρα
κι ύστερα πάλι ξαφνικά χάθηκα σε ολάνθιστα περιβόλια
παρέα με τους δερβίσηδες γύρω από τη φωτιά χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
έιβαλα χορεύοντας και τραγουδώντας
Βρέθηκα σε κύκλο σκοτεινό στ’όνειρο που είδα χθες το βράδυ
κι ήμουνα απ’ τη μια του κύκλου εγώ κι εγώ από την άλλη
πες μου τι είν’ αυτά που βλέπω εδώ πρόφτασα να πω στον εαυτό μου
μη μιλάς μον’ κοίτα και περνά λέει αυτός
και βγήκα από τ’ όνειρό μου

Χαρά Ναούμ, Ποιήματα



Χαρά Ναούμ, Ποιήματα

ΦΕΒ 19

Κατηγορία: Νέοι Ποιητές, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής


Του ποιητή
στον αναγνώστη
                My red filaments burn and stand, a hand of wires.
                Now I break up in pieces that fly about like clubs.
                A wind of such violence
                Will tolerate no bystanding: I must shriek.


                                              Sylvia Plath

Τα παραμύθια φορούν τακούνια
Χαράσσουν τα πεζοδρόμια
Διαδηλώνουν για
το ένα μου χέρι
Το άφησα να ταλαντεύεται
στον απλωτό
Κυριακές πρωί
Απεχθάνομαι το σιδέρωμα
παθητικές στοίβες ρούχων
-δεν θα με φορέσουν ποτέ

Σου μιλάω για τα παραμύθια
που
χθες
-Κυριακή-
 μάζεψαν το χέρι μου
εκείνο που γράφω
Αυτό εδώ

Ανυπόμονο όπως πάντα
έγινε αλεπού
κι
αρπακτικά φωνήεντα

Στο πρόσφερα
(το χέρι λέω)
προστακτικά να το εξημερώσεις
Μαζί με δάχτυλα
κοφτερά νύχια
και το σφηνωμένο δαχτυλίδι


*
Στον απλωτό
Από κάτω η πόλη σε παλμό κουκουβάγιας
νιαουρίσματα περαστικών
ξεκούρδιστες συγχορδίες αρουραίων
Τα χέρια μου μ’ αποτίναξαν
χαλί
κι εξαφανίστηκαν
Τα πόδια μου
χάραξαν τις δικές τους πορείες
έκαναν ντους με ανοικτό θερμοσίφωνο
πέρασαν απέναντι χωρίς
αριστερά-δεξια
σκαρφάλωσαν σε άλλα πόδια
κλώτσησαν κουρασμένα βότσαλα
τσαλαπάτησαν πολιτείες ακούραστων μυρμηγκιών
………………………………………………………………….
Έκανα τεστ εγκυμοσύνης
Κυοφορώ
την ακρωτηριασμένη δίδυμη αδελφή μου
Δεν έχεις να φοβάσαι πια τα πόδια της




*
Νυχτωμένο
                          Για σένα που νυχτώνεις μέσα μου
Τα φωνήεντά μου
φύλλου
δικτυωτές νευρώσεις
πλημμυρίζουν τα χέρια
Σου με συστάδες
φιλιών
Στον κόλπο μου
φωλιάζει
το κοσμικό αυγό
Πυρακτωμένο assemblage:
αποτυπώματα απ’ τα μέλη μας στα βράχια
……………………………………………………………
……………………………………………………………
Ακόμη στραγγίζω θάλασσα
απ’ τις κουβέρτες




*
Ες αει
Όποτε πότισα εκείνο το τριαντάφυλλο
ποτίστηκαν μαζί οι εσταυρωμένοι κάτω από το περβάζι μου
γιατί τι άλλο είναι τα ποιήματα
από χιλιάδες χέρια που περιπλανώνται ανέγγιχτα
από λουλούδι σε λουλούδι
Προδρομικός κυβισμός
Τεχνική: κολάζ

Το ‘χαν προβλέψει
οι δεσποινίδες της Αβινιόν
 
Θα ξυπνούσαμε ένα πρωί
με μάτια να στροβιλίζονται
μύτες να αποσπώνται απ’ τον καμβά
-χωρίς τη σύμπραξη προσώπου-

Θα παίζαμε κιθάρα με τα γόνατα
Τα αυτιά μας
nature morte
πλάι στο
χέρι-βάζο
με τις ορχιδέες
θ’ αποζητούσαν κώφωση
ενοχλημένα από
ένα στόμα-έντομο
 
Και τα προώρως
νυσταγμένα χέρια μας
-αόρατα στη σύνθεση-
[κρύβονται πίσω από
τρίγωνα,
τετράγωνα
τέταρτες διαστάσεις-καταιγίδες]
θα ‘ταν αιτία
ν’ αποκολληθεί
ο αμφιβληστροειδής
των μαχαιριών
-φυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνουν-

Τα πέλματα
κουτσά-στραβά
θα διασκορπίζονταν κι εκείνα
εις ένδειξη…αρμονίας του τοπίου

Update status:
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν
παίρνουν το τσάι τους
στο καφέ Ronstand
Τ’ αλλοπρόσαλλα μάτια τους
γυμνώνουν τους κήπους



*
Αμπίντα
Tην ώρα που ο ήλιος εξατμίζεται
με λένε Αμπίντα
Ανάβω για φως ένα ταξίδι στους χάρτες
Διασχίζω δάχτυλο το δάχτυλο
τις χιονισμένες μητροπόλεις
Τα δέντρα μου ψιθυρίζουν
πήγαινε τώρα
αύριο ξημερώνει νέα νύχτα
Διπλώνω τα φρεσκοσιδερωμένα χέρια μου
Τα κλείνω ασφυκτικά στο σακ βουαγιάζ
ανάμεσα χαντίθ κι εσωρούχων
Έτσι ημιτελής κινώ
για πιο μακρινά κατώφλια
Εξεγείρομαι μαζί μ’ αστερισμούς
Τρέχω σε νεφελώματα διαμαρτυρίας
υψώνοντας σημαίες, συνθήματα, φωτιές
για να μπορώ κάποτε να ανασαίνω μαζί σας
τις χαριτωμένες φωτοσκιάσεις των πουλιών
κάτω απ’το ίδιο πεύκο
Να συλλάβω παιδιά με
ρυθμισμένα όλα τους τα άκρα
να καταστρέψουν και να χτίσουν
να θερίσουν
πάνω στα κουρασμένα οστά μας



*
Ευρυάλη
πετόμενος εἰς τὸν Ὠκεανὸν ἧκε καὶ κατέλαβε τὰς Γοργόνας κοιμωμένας. ἦσαν δὲ αὗται Σθενὼ Εὐρυάλη Μέδουσα.
                            Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Β’
Χωρέσαμε κι οι δυο
μέσα στο μπουρνούζι
Στη φωτογραφία
φαινόμαστε ένας
Γυναίκα που αγκαλιάζει
με το ένα χέρι
τ’ άλλο βολεύεται στη μέση
Ούτε και στον καθρέπτη
πίσω σου
δεν καταγράφηκε
αντανάκλαση
Κάτι όμως
κάτι κάποιον
κάτι αγκάλιασα εκείνο
το υγρο απόγευμα
βγαίνοντας απ’ το ντους
Κάτι άλλο εκτός
απ’ το ταριχευμένο φίδι
τη σιωπή σου
-όταν κοιμάμαι
ακόμη σφίγγεται στα πόδια μου,
ξυπνάω σε αναπηρικό καροτσάκι-
Δεν θα το μάθουμε ποτέ
Έτσι γλιστρώ και πάλι στην μπανιέρα
βγάζω βράγχια, ουρά
γίνομαι αμφίβιο
μάτια θλιμμένης βατραχίνας
Το όνομά μου Ευρυάλη
Οι αδερφές μου με καλούν
απ’ το σιφόνι
να γυρίσω πίσω

 *
Πέντε δέκα δεκαπέντε

Ώσπου να πω βροχή εξαφανίζεται
η πύλη που άνοιξαν δρυοκολάπτες
στον κορμό του τοίχου
Στάλα Σταλαγματιά Σταγόνα
Στάζει η λαιμητόμος στο προσκέφαλό μας
Η ακτινογραφία του καθρέπτη έδειξε
υποταγή ειδώλου
Έχω μιλήσει την αγάπη την τροφή την απαρχή
Δεν έχουν πια θέση καμιά τα πεφταστέρια στο τραπέζι
Σβησμένο απόμεινα χαμένο μηρυκαστικό
Τις πρασινάδες ονειρεύομαι
Κι ένα ανάποδο θαυμαστικό όπως το καναρίνι
που δεν θάψαμε κι όμως αντήχησε η οργή του
πεύκου ως τα άπατα των προσευχών

Το φως επίμονο ασελγεί στους στήμονες της κουβέρτας
Μια αυταπάτη ψυχεδελική ο δήμιος που
αρπάζει τα μικρά κορίτσια
Υπάρχει μέσα μου ένας γίγαντας καλός και στοργικός
με όσφρηση εμβρύου κι ωμοπλάτες αστεροειδή
Μου παραχώνει νύχτες τ’ όνειρο που δεν χώρεσε στον ύπνο
Και παραπέρα εκεί απ’ το ράγισμα της οροφής
βρέχει μια συγχορδία πιάνου
Δεν θα αναρωτηθώ ξανά πως γίνεται ποτέ να μην στεγνώνει
αυτή η Στυμφαλία του περβαζιού
Κι έπλυνα δυο φορές τα ποιήματα να αλλάξουν βλέμμα
Άλλο από εκείνο που ‘χουν πάρει τα ξεχασμένα παιδιά
Κι απ’ τις αγχόνες μέσα στην ντουλάπα
κρέμονται κεφαλές αφόρετες
όλα εκείνα που δεν έγιναν πουλιά

Άλλοτε οι συρμοί αντιστέκονται
οι ράγες παριστάνουν τις τρελές
κι αν δεις τα τζάμια είναι θολά
μέσα ο κόσμος ξεφυλλίζει εφημερίδες
διαβάζοντας καρκινικά όσα δεν θα γραφτούν ποτέ
Μα δεν προσφέρεται ταξίδι
Οι κήποι στέκονται αγέρωχοι
μέσα στα σπίτια μόνο εκει
Ώσπου να ξεφυτρώσει μια θεσπέσια ανεμώνη
και κατατρομαγμένοι πέφτουμε στα γόνατα
κλαίγοντας κάποιον που έφυγε γι’ αλλού
Άλλο από εκείνα τα αυτοσχέδια καλύβια
δεν μου απέμεινε μ’ ολόκληρα τα μέλη του
Και το παιδί που γέννησα στα τέσσερά μου χρόνια
ξέρει απέξω κι ανακατωτά
την ιστορία της αρχαίας ανεμώνης:
Μόνο όταν φυσάει πολύ ανθίζουμε στα έρημα χωράφια
εμείς κι η άλλη
η παιδική στιγμή μας
 
*
Ce n’est pas la mer à boire

Μα εκείνος πίνει
Πίνει
Κύματα
Αστερίες
Πίνει
Γοργόνες
Συμπληγάδες
Πίνει ολάκερα νησιά
Την Κίρκη την ίδια
Πίνει
Τα βράχια
Τους υφάλους

Κι είναι ο καμβάς του μια
Θάλασσα που δεν υπάρχει πια
Και του φυσά πνοή
Χαράσσει
Με μόνο το κοχύλι που δεν ήπιε
Ένα αλατισμένο φινιστρίνι
Για να το ανοίξει
Να κοιμηθεί χορτάτος
Στην αιωνιότητα

*
Θαμώνες του άλμπουμ

Κρατιούνται ερμητικά κλειστοί
μην τύχει και ξεπεταχτεί από τις σελίδες
κάποιο αγέννητο κορίτσι
ή ένα άγαλμα-ποδήλατο
και ξεχυθεί απ’ τα ποτήρια μια γιαγιά
ή γεννηθώ ξανά εδώ στο ημίφως
από το φουσκωμένο πόδι της καρέκλας

*
Σωματικός διάλογος

Απ’ όλα τα τσακισμένα σώματα
επιλέγω ερωμένη του Schiele
Ο πυρετός τους εκβάλλει στις φλέβες μου
Τα χέρια των γυναικών
καρφιτσωμένα στους ώμους
κρέμονται αγκαλιασμένα
Τα κεφάλια μαρτυρούν έναν κάποιο χορτασμό
Κι ο άνδρας φτερωτός
μ’ ακονισμένο στόμα
είναι ο ίδιος πάντα

Η γυναίκα που έχω απέναντί μου
φορά κόκκινες καλτσοδέτες
και το σακάκι του άνδρα
Το είδωλό της ο άνδρας
Τούτο το σακάκι που φορά
Δυο στήθη παραγεμισμένα θάλασσα
Τα ξεκολλά
Και τούτα υπερίπτανται

Απ’ τη μετέπειτα βροχή
θηλάζουν τόσα αδέσποτα κουτάβια

Αντώνης Ψάλτης, «Το Καντήλι και άλλα ποιήματα», Αιγαίον, 2012



Αντώνης Ψάλτης, «Το Καντήλι και άλλα ποιήματα», Αιγαίον, 2012

ΜΑΡ 04

Κατηγορία: Αφίξεις, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας


1.
προτρεπτικό

εκεί που δεν υψώνονται
ας πάψουμε να βλέπουμε βουνά
γιατί στις κορυφές τους
καθώς λένε
κατοικούν οι θεοί
και οι θεοί θέλουνε το κακό μας
2.
πλανόδιο

κέρματα να ’χα για φωνήεντα
με σύμφωνο τον ήχο
απ’ του σκουφιού μου το ζητιάνεμα
να κέρναγα τον στίχο

3.
θα μπεις απ’ το παράθυρο σαν κλέφτης

η πραγματικότητα
απαντάει μ’ ένα δωμάτιο σχεδόν σαν σκοτεινό
μ’ όλα τα φύλλα της κλειστά
ανέστιος παράμερα στέκεις
πλησίασε, ανοίγουνε αργά
αυτό που νομίζεις βλέπεις
όπως όλοι
4.
* “Δε θα μπορέσω να έρθω, δε θα μπορέσω. Πρέπει να καθίσω συντροφιά με τις ονειροφαντασίες μου, τουλάχιστο για σήμερα και αύριο και ύστερα'
το βάρος των ονείρων
ίντσα την ίντσα σήκωνα με μια τριχιά, σαν φίδι ζωντανό, απ’ τα σκοτάδια του ονειροπήγαδου το απίθανο, να βγει στο φως, υφήλιο να γίνει κι αυτό, μεράδι να βρει πραγματικότητας, διάλλειμα σύντομης αλήθειας.
μα η τριχιά του με λυπήθηκε
ανάποδά, λέει, δεν σε κρεμάω
εσένα δεν σ’ αξίζει σταυρόκομπος βρόχος λαιμού
γι’ αυτό στο πατοπήγαδο βαθιά σε ρίχνω
με τόσο βάρος που πήγες να σηκώσεις
έτσι σαν όνειρο ν’ αναληφθείς


***********************
* Η προμετωπίδα στο ποίημα είναι απόσπασμα από επιστολή του Διονύσιου Σολωμού προς τον Γεώργιο Δε Ρώσση, γραμμένη στην Ζάκυνθο τον Αύγουστο του 1824 (στο πρωτότυπο στα Ιταλικά, η δε μετάφραση του Λίνου Πολίτη, ο οποίος ως «ονειροφαντασίες» μεταφράζει την λέξη «chimere»)

Αλίκη Ψαχούλα, 6ποιήματα



Αλίκη Ψαχούλα, 6ποιήματα

ΟΚΤ 13

Κατηγορία: Νέοι Ποιητές, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας

ΚΡΑΓΙΟΝ
Με κόκκινο κραγιόν αύριο.
Συνοδεύει νωθρές εικασίες.
Οι νιφάδες από δέρμα τοίχου
στα χείλη
ξεχασμένο γλυκό από γιορτή.
Αν γελάσω
θα δείξω τα ματωμένα ούλα.
Η ανησυχία των τριγύρω
θα είναι πότε θα πάψω
να πονάω.
Όχι πότε θα σκάψω το παράθυρο.


Ο ΜΥΛΟΣ

Πάνω στη γλώσσα μου γεύση από τριμμένο ατσάλι.
Ευγνωμοσύνη.
Αυτή η γεύση είναι δυνατό κάλυμμα.
Τίποτα δεν το διαπερνά.
Είναι, βέβαια, δύσκολο να απολαύσω το φαγητό
Μα τουλάχιστον το χωνεύω.
Ένα παράξενο πράγμα συνέβη χθες.
Ξεστόμισα τη λέξη «πεταλούδα»
Και έφτυσα αίμα και δυο φτερά.
ΚΟΣΤΟΥΜΙ
Με αφώτιστες λέξεις
θα ονομάζω τα πράγματα
για να με καταλαβαίνεις.
Θα φορέσω και ρούχα του αύριο
γιατί με τα χθεσινά γελάς.
Και σοβαρά παπούτσια,
ορθά να βαδίζω.
Χαμογελώντας θα παίζω με πρόσημα.
Σήμερα συν αύριο
ισον
σήμερα μείον χθες.
Και το “επί' κομματιάζεται από το “δια'.
ΑΝΑΒΟΛΗ
Δώδεκα φωτερές αγκίδες
θα μου τσιμπούν τα δάχτυλα,
και αμέτρητοι μουσικοί αποσπερίτες
θα κρύψουν τη στρογγυλή μου Κόρη.
Ο δρόμος είναι ακόμα εδώ,
κι εγώ ξεπαγιάζω
γιατί δέ ζώνομαι το γκρίζο του αμπέχωνο.
Ξέρω πως στην τελευταία στροφή
θα πιαστώ από παγκάκι ημίκρημνο
μα σκιάζομαι από το διάστικτο πρωθύστερο.
Εδώ με αιδώ
σε ομόηχο ράπισμα.
ΧΑΡΤΙΝΟ ΤΡΟΠΑΙΟ
Σκόνη πάνω σε τώρα αλλοτινό,
με διάφανο σήμερα τριγύρω.
Όμορφα μύριζε η κόκκινη ζωή.
Η κορδέλα της γιορτής
ακόμα εκεί.
Σκοινί που βοηθά
στην τελευταία κατάβαση.
Στολίδι παρωδία
για μια πετρωμένη στιγμή.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Σκουλαρίκια εκκρεμή
Σε γύψινο πρόσωπο.
Βραχιόλια κροταλώδη
Σε πήλινους καρπούς.
Προσμονή δωματίου.
Τα κλειδιά γυρνούν μόνα τους.
Μετά ξαπλώνουν στη γωνια τους
Κάτω από φυτό ιδρυματικό.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα το 1978 στην Αθήνα. Έχω σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία, ενώ οι μεταπτυχιακές μου σπουδές σχετίζονται με τη Λογοτεχνία, τον Πολιτισμό και την Ιδεολογία. Εδώ και 10 χρόνια, όταν δέ διδάσκω Αγγλικά, γράφω (και) ποιήματα. Αυτή είναι η πρώτη μου απόπειρα να βγάλω κάποια από αυτά από την κλεισούρα των τετραδίων μου και να τα εκθέσω ανεπανόρθωτα.

Δημήτριος Μουζάκης, Προδημοσίευση από τη συλλογή «Βαβυλώνα», εκδ. Των Φίλων, 2013 ΜΑΡ 01



Δημήτριος Μουζάκης, Προδημοσίευση από τη συλλογή «Βαβυλώνα», εκδ. Των Φίλων, 2013

ΜΑΡ 01

Κατηγορία: Νέοι Ποιητές, καταχώρηση από: Σωτήρης Παστάκας

*
Το πάπλωμα που μου αγόρασες
σάπισε ολοκαίνουριο μαζί με την
αγάπη σου.
Σε σκουπιδοσακούλα δε χωράει.
Θα το βγάλω έτσι ολόκληρο έξω
στον κάδο
να ψοφά τις πεινασμένες γάτες.
*
Καλά να πάθω.
Όταν σε πρωτοείδα σκέφτηκα
«αυτή βγήκε απ’ τ’ όνειρό μου».
Και το πίστεψα, ο χάχας
ότι πράγματι βγήκες απ’ τ’ όνειρό μου
κι έτυχε μια μέρα να περπατάς
σ’ ένα διάδρομο που ήταν ο παράδεισος.

*
Αν το καλοσκεφτείς
ένα ζευγάρι που δε θέλει να χωρίσει
δε χωρίζει.
Ποια απόσταση, ποια συνθήκη, ποιος τάφος
μπορεί να νικήσει τον έρωτα.
Εκτός αν είναι ο έρωτας του ενός.
Ο άλλος φεύγει
κι ο ένας μένει πίσω
μ’ ένα συναίσθημα ισχυρότερο
από αποστάσεις, συνθήκες και τάφους.
*
Κάθε φορά που θα πηγαίνεις με άλλον
τα τραύματά μου θα μεγαλώνουν.
Να εύχεσαι να μην έχεις δίκιο
η ζωή μας να τελειώνει εδώ.
Αν υπάρχει Θεός
με τη γλώσσα που σε έγλειφα
θα τον πείσω
ν’ αναπαύσει την ψυχή σου
στους κρατήρες της δικής μου.
Απ’ το δικό σου χέρι γέμισα γκρεμούς
με σένα θα τους γεμίσω.

Βασίλης Λαλιώτης, «Μάσενκα», εκδ. Ενδυμίων 2012



Βασίλης Λαλιώτης, «Μάσενκα», εκδ. Ενδυμίων 2012

ΜΑΡ 05

Κατηγορία: Αφίξεις, καταχώρηση από: Σπύρος Αραβανής


Σημείωση: Σήμερα στις 20.30 στο «Γκρι καφέ» στα Εξάρχεια  ο Βασίλης Λαλιώτης μαζί με τουν Αλέξανδρο Ίσαρη θα διαβάσουν ποιήματά τους και ο Δημήτρης Πουλικάκος και η Ζυράννα Ζατέλη θα διαβάσουν ποιήματα του Αργύρη Χιόνη και όλοι μαζί θα συζητήσουν με το κοινό για την ανάγκη αντίστασης στη ασχήμια που μας περιζώνει. Όλα αυτά με φόντο ποιητικές κινηματογραφικές εικόνες και Μουσική Επιμέλεια της Θέκλας Τσελέπη. (Οργάνωση: Bibliotheque-ClipartRadio)



Μάσενκα, πέντε
Nikolai Myaskovsky Cello Concerto Op. 66 in C minor
Η ευτυχία έχει μια θλίψη από παιδιού
που έμεινε ξαφνικά μοναχό μ’ όλα τ’ αστέρια
κι όσο από την ομορφιά μένει αμοίραστο
κυλάει αίμα τοξικό γλυκά στη φλέβα…
Ακούω ακόμα τη φωνή σου: Βάσια, Βάσια
όπως σου φέρνουν μιαν εκπλήρωση επιθυμίας
κι ύστερα: Τί είναι; Τίποτα, τίποτα.
Είναι πολλά τα λόγια που χωράει ένα τίποτα
λίγο πριν φτάσει το τρένο στο σταθμό
που να πονάνε κιόλας σαν ανάμνηση.
Πως σου φυσάω τα μάτια να μην κλάψεις; Έτσι.
*
Μάσενκα, έξη
Ανάμεσα στον ύπνο και σε σένα μια γεύση πικρό
από μικρού παιδιού που ξύπνησε όλο το ερώτημα
του κόσμου και το κρατάει σαν χάδι μια μητέρα…
Πόσο από το σώμα σου άγραφο χαρτί και πόσο
αντίγραφο απόντος πρωτοτύπου θα πενθούν
τα λόγια που θα δοκιμάσω να σου γράψω.
Θέλω καινούριες λέξεις που να αφήνουν κάτι
από σκόνη πεταλούδας για τα δάχτυλα
συριστικά και ένρινα και υγρά και χειλικά
που τους πήρε ο αέρας τα φωνήεντα και πάει.
Το σίγμα πί από παλιά σ’ αγαπώ όλο διάψευση
ψιθυρισμένα κιόλας στο αυτί σου από ποιήματα
που οι λέξεις τους σε περιείχαν πριν υπάρξεις.
Από κοντά είσαι γυναίκα που μυρίζεις ύπνο
κι από μακριά απλώς εκπλήρωσις ποιήματος.
*
Μάσενα, ένδεκα
Υπάρχει μια μητέρα που κοιμάται όλων των βροχών
και που ξυπνάει μέσα μας κάθε βροχή. Σε περιέχει.
Φιλιά βρεγμένα ύστερα από τρέξιμο σε στέγαστρα
κάτω από θόρυβο χόρτων λες από νερό κι αέρας
που φυσάει μιαν άγνωστη μορφή προς τη μορφή σου
μια επιθυμία χωρίς όνομα που έψαχνε τ’ όνομά σου.
Μάσενκα, όνομα από βροχή από βλέμματα σε τζάμι
βρεγμένα ρούχα αφημένα από σώμα ένα γυμνό
που έχει στο στόμα γεύση από λευκό βαμβάκι
και που ξοδεύει νύχτα δίψας για πανάρχαιες αγκαλιές
να μεγαλώσει ένα παιδί να ‘ρθει να σ’ αγαπήσει.
*
Μάσενκα, δεκατρία
Οι λύκοι είναι μόνο ζώα που πεινάνε
το χιόνι που τα φέρνει στους ανθρώπους
μα οι άνθρωποι από ομορφιά διωγμένοι
άλλο το χιόνι που τους πάει λύκους της φήμης…
Από δικά μου έξοδα του έρωτα σου ότι είναι
από αέρα χιόνι κι από αέρα νύχτα
είναι το χέρι που τα χείλη σου αγγίζει
μικρό ανάγλυφο σιωπής για όλες τις λέξεις
Μόνος πηγαίνω και γεμάτος τόσο
απ’ όλα εκείνα που γεμίζει η απουσία
θέλω να κλαίω και να μην το δεις που κλαίω
και μη νομίσεις καν για κάποια θλίψη…
Του παραδείσου είναι που έπεσε στον κόσμο
κι εκεί γεννιέσαι με καινούριο κλάμα.

*
Μάσενκα, δεκαέξη
Μετά τον έρωτα με πιάνει κάτι ανεύρετο
από τα παιδικά σου χρόνια μακρινό
κι όλο από ερώτημα. Μα, υπήρξες παιδί;
Πώς υπήρξες, πώς τολμούσες να υπάρχεις
χωρίς καν το βλέμμα μου να σου λιώνει
τα σπλάχνα; Σε ποιό χάδι μητέρας ποιά αγκαλιά
έκλεινες τα μάτια σου χωρίς μια εικόνα μου
όπως αυτή η δίψα μέσα μου που στερεώθηκε
στο πρόσωπό σου όταν σε πρωτοείδα.
Νιώθω μια θλίψη, πως να σου το πω,
που απουσιάζω από τα παιδικά σου χρόνια
γι αυτό σου κάνω έρωτα με μιαν απόγνωση
παιδιού που αναίτια στέρησαν από παιχνίδι.
Ψάχνω το παιδικό σου βλέμμα σ’ ότι κοίταξες
το λαχάνιασμά σου σ’ ότι έτρεξες τη δίψα σου
εκεί που έπινες νερό κι έχω μονάχα εσένα και
λέξεις της απουσίας μου από τα παιδικά σου χρόνια.
*
Μάσενκα, είκοσι τρία
Είναι ανάγκη να εφεύρω πάλι σημασίες
λέξεις τελεστήριες του όρκου από εκεί
που τα κορμιά μας πιάνονται να γίνουν ένα
Είναι αλλιώς το έλα στο ποίημα ή στο σεντόνι
αλλιώς το μέσα μου κι αλλιώς το πάλι
είναι τόσο κοντά στα έργα οι λέξεις τους
που να βλέπεις τη δράση του ποιήματος σε σώμα
και να μη μένει πια κανένα έλλειμμα
έξω από κάτι μυκηθμούς μας απερίγραπτους
που διάβηκαν πολιτισμούς χωρίς πήγματα λέξης
Κάτι από ζώου προς άγγελο κάτι από βλέφαρα
που κλείνουν σε κυνήγι ένα μέσα περιστέρι
που όλο του κάνω λέξεις για να πιάνεται
Αν δεν μου είναι λέξεων εξευγενισμός το σώμα σου
είναι πιο δύσκολο απ’ αλλού ν’ ανέβω στην ευγένεια
Coda
Η συντομοτέρα οδός μεταξύ ποιήματος και έρωτος
είναι ο εξευγενισμός μας των τελεστηρίων λέξεων.
*
Μάσενκα, είκοσι οκτώ

Πες δίψασα τη γεύση σου από δροσερό νερό
σ’ ένα φιλί σου τελευταίο, όπως το κατεβαίνω τώρα
από τα χείλη σου στο ποίημα, και γύρω ο χρόνος
έκανε κράτει μια στιγμή να ξοδευτούνε όλα
με σχεδόν το κέντρο τους σε μας, ο μηχανοδηγός
οι ταξιδιώτες, ένα τοπίο ολόκληρο σταθμού
άφησε να περάσει πριν το τρένο φύγει
άμμος στις ράγες από αεράκι του έρωτα.
Κι ύστερα μόνος μου να σκέφτομαι, και πως ζωή
είναι ένα πράγμα κλεισμένο ανάμεσα σε δυο φιλιά
και πως αυτό σου το φιλί το εσπευσμένο είναι
της αλυσίδας των φιλιών που δόθηκαν στον κόσμο
ν’ ανοίξουν το παρόν προς σε μελλοντικά φιλιά.
Κάπου στον κόσμο κάποιος δίνει ένα φιλί, κάποιος
έρχεται όπου αγαπά ή φεύγει σταματώντας
τη μηχανή του χρόνου σε σταθμούς, όπως εγώ
ζητάω τον ξανακερδισμένο χρόνο ενός φιλιού
αφήνοντας μια μνήμη γεύσης σου σ’ αυτά τα λόγια.
Κορίτσι είσαι τόσο των αποχαιρετισμών, κι άλλο
μη μου καταδεχτείς, όσο απ’ το να έρχομαι.

*
Μάσενκα πριν τον έρωτα είσαι δίψα και μετά ένα παρά-
θυρο που βλέπεις τη βροχή, ανάβω ένα τσιγάρο μες στη
νύχτα…Κάπου φυσάει ο χρόνος έρχονται, άλογα γεγο-
νότα είναι, μα το ποίημα τα θέλει άλογα με οπλές που
θερίζουν ανθρώπινα κεφάλια. Μάσενκα σ’ αγαπώ και τε-
τελειώνει ο κόσμος μας.

*
Μάσενκα είναι το όνομα μιας γης που δεν γνωρίζει θάλασσα. Το νερό είναι γλυκό. Υπάρχει μια λίμνη. Ένα ποτάμι. Ένα αγρόκτημα. Κι ένας σιδηροδρομικός σταθμός. Τις παρουσίες όλες τις διαποτίζει μια αναπόφευκτη μελλοντική απουσία. Είναι όλοι απόντες εντός του μέλλοντός τους. Έχει αέρα στα χόρτα και φιλιά. Η Μάσενκα είναι φτιαγμένη από ύπνο. Κι από ανάγνωση Ρωσικού μυθιστορήματος. Είναι μια αναπαυτική καρέκλα σε αγρό με πεσμένο δίπλα της ένα βιβλίο. Είναι ο έρωτας ημερών με τη βαθειά συναίσθηση πως θα τελειώσουν για να δώσουν μιαν ανάμνηση. Υπάρχει ένα εγώ που ακούει στο όνομα Βάσιας. Θέλει και δεν θέλει το όνομα ποιητής. Ακολουθεί τη Μάσενκα κατά πόδας σε σιωπηλούς περιπάτους. Ονόματα δέντρων, ανθισμένες πλαγιές, ταπεινά χόρτα πατημένα από τα πόδια του γίνονται εκφράσεις χλοερές για έναν έρωτα. Που διατάζει ανάμεσα στη γυναίκα τη γη και τη γλώσσα. Υπάρχει ακόμα το τρένο. Με μια σκηνή αποχαιρετισμού που αναβάλλεται σε επάλληλες σκηνές αποχαιρετισμού. Από εκεί έρχεται ο μακρινός χρόνος των πόλεων. Και ο ατμός από το τέλος των παιδικών χρόνων. Μάσενκα είναι ένα όνομα. Η σκηνή με το χυμένο γάλα στο τραπέζι. Τα σταματημένα σκυλιά και τα άδεια χέρια τα σταυρωμένα για κείνον που φεύγει. Μάσενκα είναι μια τουφεκιά στο δάσος. Ένα πέταγμα πουλιών που ακολουθεί το βλέμμα μας. Με λίγο άγραφο ανοιχτό στην τελική εκδοχή των κειμένων. Μάσενκα είναι η εκτύλιξη ενός κόσμου μοναχά για να μιλήσω πάλι για σένα.

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Το πιο ωραίο τραγούδι





Το πιο ωραίο τραγούδι είναι αυτό που μιλάει για αγάπη, το πιο ωραίο λουλούδι είναι αυτό που μιλάει με αισθήματα.
Είμαστε πολύ κοντά ο ένας με τον άλλο, μα οι καρδιές μας είναι σαν τ’ αστέρια μακριά, όχι δεν είμαστε κουφοί, είμαστε μονάχα στα αισθήματα φτωχοί.

Περιμένουμε ο ένας για τον άλλο, να κάνει το πρώτο το βήμα το μεγάλο, όμως οι καρδιές μας λαχταρούνε, απ’ της αγάπης το γλυκόπιοτο κρασί να πιούνε.
Θέλουν να γεμίσουν απ’ αγάπη, θέλουν να μεθύσουν από έρωτα κι όλο και πιο γρήγορα χτυπάνε κρατώντας τον ρυθμό στο τραγούδι μας αυτό.
Κι αυτό που αισθανόμαστε κι είναι τόσο ωραίο, θα πρέπει να το κάνουμε να ‘ναι κι αληθινό. :coolb: σε κάποιους μπορεί και να λέει κάτι (σ' αλλους λίγα σ' αλλους πολλά)

Είναι βαρύ το τίμημα,





Είναι βαρύ το τίμημα,
εσύ να σαι το φως μου,
να με κοιτάς,
να λαχταρώ,
ένα φιλί σου δως μου.

Εσυ δεν δεν είσαι ποιητής
είσαι η παρηγοριά μου
είσαι η ελπίδα που ζητώ
μέσα στη λησμονιά μου.

Μπορεί λίγο να ξέχασες
αυτο που χουμε ζήσει
μα είναι αιτία κι αφορμή
ζωή να με γεμίσει.

Σε λίγο θα μαστε μαζί
για μια ζωή δεμένοι
μα εγώ φοβάμαι πως αυτή
είναι ζωή κλεμμένη.

Σε έρωτες δεν πίστευα
η αγάπη είχε τελειώσει
μα αγάπη μου η αγάπη σου
ελπίδα με έχει γιομώσει.

Ψυχή μου και ματάκια μου,
θα σ' αγαπώ για πάντα,
μα αν εσύ θα μ' αρνηθείς
θα γίνω δυο κομμάτια.

................................................................................................... (Ακούγοντας Cafe de l'art-Passion)

Πού το τέλος και πού η αρχή....
και ο εμφύλιος καλά κρατεί....

Maria Ioanna Mips ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΙΙ

  •  
     
     
     
     
    ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΙΙ

    Είχα μια θεία τυφλή.
    Το ένα μάτι είχε μπλε, το άλλο άσπρο.
    Στο ραδιοφωνάκι της μουσική στη διαπασών.
    Στην αγκαλιά κρατούσε μια γυάλινη κούκλα.
    Στο τσιγκελάκι γράπωνε τις τύχες των ανθρώπων
    και παραμύθια σκάρωνε για παιδιά συνεσταλμένα

    Όταν πέθανε άνοιξα τα μάτια για πρώτη φορά.
    Κατάλαβα πως η συστολή είναι αδίκημα.
    Από τότε έμαθα στο χαρτί να γδύνομαι.

    -mips-
    ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΟ ΙΙ

Είχα μια θεία τυφλή. 
Το ένα μάτι είχε μπλε, το άλλο άσπρο.
Στο ραδιοφωνάκι της μουσική στη διαπασών.
Στην αγκαλιά κρατούσε μια γυάλινη κούκλα.
Στο τσιγκελάκι γράπωνε τις τύχες των ανθρώπων
και παραμύθια σκάρωνε για παιδιά συνεσταλμένα

Όταν πέθανε άνοιξα τα μάτια για πρώτη φορά.
Κατάλαβα πως η συστολή είναι αδίκημα.
Από τότε έμαθα στο χαρτί να γδύνομαι.

-mips-

Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Η Maria Ioanna Mips κοινοποίησε φωτογραφία από Αίτιον Κίνημα.

‎-
 
 
 
 
 
 Δεν υπάρχει καλή επιρροή, κύριε Gray. Κάθε επιρροή είναι ανήθικη, ανήθικη από επιστημονική άποψη.

- Γιατί;

- Διότι να ασκείς επιρροή πάνω σε έναν άνθρωπο σημαίνει ότι του δίνεις την ίδια σου την ψυχή. Εκείνος τότε δεν έχει τον δικό του φυσικό τρόπο σκέψης, δεν τον φλογίζουν τα δικά του πάθη. Οι αρετές του δεν είναι αληθινές. Οι αμαρτίες του, αν υπάρχει αυτό που ονομάζουμε αμαρτία, είναι δανεικές. Γίνεται η ηχώ της μουσικής κάποιου άλλου, ο ηθοποιός ενός έργου που δε γράφτηκε για αυτόν. Ο σκοπός της ζωής είναι η εξέλιξη του εαυτού μας. Να πραγματοποιήσουμε τις επιταγές της φύσης μας – γι’ αυτό το σκοπό ήρθαμε στη γη.

Οι άνθρωποι φοβούνται τον εαυτό τους στις μέρες μας. Έχουν ξεχάσει το ύψιστο καθήκον, το χρέος που έχουμε απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό.
Φυσικά είναι γεμάτοι ευσπλαχνία.
Ταΐζουν τους πεινασμένους και ντύνουν τους ζητιάνους. Αλλά οι ίδιες τους οι ψυχές πεινούν και είναι γυμνές. Το θάρρος έχει εκλείψει απ’ την φυλή μας. Ίσως και ποτέ να μην το είχαμε.
Ο φόβος μπροστά στην κοινωνία, που είναι η βάση της ηθικής, ο φόβος μπροστά στο Θεό, που είναι το μυστικό της θρησκείας- αυτά μας κυβερνούν. Αλλά…

[…]

Πιστεύω ότι αν ένας άνθρωπος ζούσε τη ζωή του με πληρότητα, αν την εξαντλούσε ως την τελευταία της σταγόνα, αν έδινε μορφή σε κάθε του συναίσθημα κι έκφραση σε κάθε του σκέψη, αν υλοποιούσε κάθε του όνειρο- πιστεύω ότι ο κόσμος θα κέρδιζε μια τόσο καινούρια και ορμητική χαρά , που θα ξεχνούσε όλες τις αρρώστιες του μεσαιωνισμού και θα επιστρέφαμε στο ελληνικό ιδεώδες
- ίσως και σε κάτι λεπτότερο, πλουσιότερο κι από το ελληνικό ιδεώδες.
Αλλά ακόμη και ο πιο γενναίος ανάμεσά μας φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο αυτοακρωτηριασμός των αγρίων επιβιώνει τραγικά στην αυταπάρνηση που φθείρει τις ζωές μας.

Τιμωρούμαστε για τις αρνήσεις μας. Κάθε παρόρμηση που πολεμάμε να καταπνίξουμε, μένει κρυμμένη και δουλεύει μέσα στο μυαλό και μας δηλητηριάζει. Το σώμα αμαρτάνει μια φορά και ξεμπερδεύει, γιατί η πράξη είναι ένας τρόπος εξαγνισμού. Δε μένει τίποτ’ άλλο παρά η ανάμνηση μιας απόλαυσης ή η πολυτέλεια της μεταμέλειας. Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν. Αν του αντισταθείς , η ψυχή σου θ’ αρρωστήσει απ΄τη λαχτάρα για τα πράγματα που η ίδια απαγόρευσε στον εαυτό της, απ’ την επιθυμία για όσα οι τερατώδεις νόμοι της έχουν κηρύξει τερατώδη και παράνομα.

Κάποιος είπε ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα του κόσμου συντελούνται μέσα στο μυαλό.
Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμου.

Oscar Wilde (Όσκαρ Ουάιλντ)
Απόσπασμα από ‘’ Το πορτρέτο του Dorian Gray’’ (1891 ) 
- Δεν υπάρχει καλή επιρροή, κύριε Gray. Κάθε επιρροή είναι ανήθικη, ανήθικη από επιστημονική άποψη.

- Γιατί;

- Διότι να ασκείς επιρροή πάνω σε έναν άνθρωπο σημαίνει ότι του δίνεις την ίδια σου την ψυχή. Εκείνος τότε δεν έχει τον δικό του φυσικό τρόπο σκέψης, δεν τον φλογίζουν τα δικά του πάθη. Οι αρετές του δεν είναι αληθινές. Οι αμαρτίες του, αν υπάρχει αυτό που ονομάζουμε αμαρτία, είναι δανεικές. Γίνεται η ηχώ της μουσικής κάποιου άλλου, ο ηθοποιός ενός έργου που δε γράφτηκε για αυτόν. Ο σκοπός της ζωής είναι η εξέλιξη του εαυτού μας. Να πραγματοποιήσουμε τις επιταγές της φύσης μας – γι’ αυτό το σκοπό ήρθαμε στη γη. 

Οι άνθρωποι φοβούνται τον εαυτό τους στις μέρες μας. Έχουν ξεχάσει το ύψιστο καθήκον, το χρέος που έχουμε απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό. 
Φυσικά είναι γεμάτοι ευσπλαχνία. 
Ταΐζουν τους πεινασμένους και ντύνουν τους ζητιάνους. Αλλά οι ίδιες τους οι ψυχές πεινούν και είναι γυμνές. Το θάρρος έχει εκλείψει απ’ την φυλή μας. Ίσως και ποτέ να μην το είχαμε. 
Ο φόβος μπροστά στην κοινωνία, που είναι η βάση της ηθικής, ο φόβος μπροστά στο Θεό, που είναι το μυστικό της θρησκείας- αυτά μας κυβερνούν. Αλλά…

[…]

Πιστεύω ότι αν ένας άνθρωπος ζούσε τη ζωή του με πληρότητα, αν την εξαντλούσε ως την τελευταία της σταγόνα, αν έδινε μορφή σε κάθε του συναίσθημα κι έκφραση σε κάθε του σκέψη, αν υλοποιούσε κάθε του όνειρο- πιστεύω ότι ο κόσμος θα κέρδιζε μια τόσο καινούρια και ορμητική χαρά , που θα ξεχνούσε όλες τις αρρώστιες του μεσαιωνισμού και θα επιστρέφαμε στο ελληνικό ιδεώδες
- ίσως και σε κάτι λεπτότερο, πλουσιότερο κι από το ελληνικό ιδεώδες. 
Αλλά ακόμη και ο πιο γενναίος ανάμεσά μας φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό. 
Ο αυτοακρωτηριασμός των αγρίων επιβιώνει τραγικά στην αυταπάρνηση που φθείρει τις ζωές μας. 

Τιμωρούμαστε για τις αρνήσεις μας. Κάθε παρόρμηση που πολεμάμε να καταπνίξουμε, μένει κρυμμένη και δουλεύει μέσα στο μυαλό και μας δηλητηριάζει. Το σώμα αμαρτάνει μια φορά και ξεμπερδεύει, γιατί η πράξη είναι ένας τρόπος εξαγνισμού. Δε μένει τίποτ’ άλλο παρά η ανάμνηση μιας απόλαυσης ή η πολυτέλεια της μεταμέλειας. Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν. Αν του αντισταθείς , η ψυχή σου θ’ αρρωστήσει απ΄τη λαχτάρα για τα πράγματα που η ίδια απαγόρευσε στον εαυτό της, απ’ την επιθυμία για όσα οι τερατώδεις νόμοι της έχουν κηρύξει τερατώδη και παράνομα. 

Κάποιος είπε ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα του κόσμου συντελούνται μέσα στο μυαλό. 
Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμου.

Oscar Wilde (Όσκαρ Ουάιλντ) 
Απόσπασμα από  ‘’ Το πορτρέτο του Dorian Gray’’ (1891 ) 
‎- Δεν υπάρχει καλή επιρροή, κύριε Gray. Κάθε επιρροή είναι ανήθικη, ανήθικη από επιστημονική άποψη.

- Γιατί;

- Διότι να ασκείς επιρροή πάνω σε έναν άνθρωπο σημαίνει ότι του δίνεις την ίδια σου την ψυχή. Εκείνος τότε δεν έχει τον δικό του φυσικό τρόπο σκέψης, δεν τον φλογίζουν τα δικά του πάθη. Οι αρετές του δεν είναι αληθινές. Οι αμαρτίες του, αν υπάρχει αυτό που ονομάζουμε αμαρτία, είναι δανεικές. Γίνεται η ηχώ της μουσικής κάποιου άλλου, ο ηθοποιός ενός έργου που δε γράφτηκε για αυτόν. Ο σκοπός της ζωής είναι η εξέλιξη του εαυτού μας. Να πραγματοποιήσουμε τις επιταγές της φύσης μας – γι’ αυτό το σκοπό ήρθαμε στη γη.

Οι άνθρωποι φοβούνται τον εαυτό τους στις μέρες μας. Έχουν ξεχάσει το ύψιστο καθήκον, το χρέος που έχουμε απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό.
Φυσικά είναι γεμάτοι ευσπλαχνία.
Ταΐζουν τους πεινασμένους και ντύνουν τους ζητιάνους. Αλλά οι ίδιες τους οι ψυχές πεινούν και είναι γυμνές. Το θάρρος έχει εκλείψει απ’ την φυλή μας. Ίσως και ποτέ να μην το είχαμε.
Ο φόβος μπροστά στην κοινωνία, που είναι η βάση της ηθικής, ο φόβος μπροστά στο Θεό, που είναι το μυστικό της θρησκείας- αυτά μας κυβερνούν. Αλλά…

[…]

Πιστεύω ότι αν ένας άνθρωπος ζούσε τη ζωή του με πληρότητα, αν την εξαντλούσε ως την τελευταία της σταγόνα, αν έδινε μορφή σε κάθε του συναίσθημα κι έκφραση σε κάθε του σκέψη, αν υλοποιούσε κάθε του όνειρο- πιστεύω ότι ο κόσμος θα κέρδιζε μια τόσο καινούρια και ορμητική χαρά , που θα ξεχνούσε όλες τις αρρώστιες του μεσαιωνισμού και θα επιστρέφαμε στο ελληνικό ιδεώδες
- ίσως και σε κάτι λεπτότερο, πλουσιότερο κι από το ελληνικό ιδεώδες.
Αλλά ακόμη και ο πιο γενναίος ανάμεσά μας φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο αυτοακρωτηριασμός των αγρίων επιβιώνει τραγικά στην αυταπάρνηση που φθείρει τις ζωές μας.

Τιμωρούμαστε για τις αρνήσεις μας. Κάθε παρόρμηση που πολεμάμε να καταπνίξουμε, μένει κρυμμένη και δουλεύει μέσα στο μυαλό και μας δηλητηριάζει. Το σώμα αμαρτάνει μια φορά και ξεμπερδεύει, γιατί η πράξη είναι ένας τρόπος εξαγνισμού. Δε μένει τίποτ’ άλλο παρά η ανάμνηση μιας απόλαυσης ή η πολυτέλεια της μεταμέλειας. Ο μόνος τρόπος να ξεφορτωθείς έναν πειρασμό είναι να ενδώσεις σε αυτόν. Αν του αντισταθείς , η ψυχή σου θ’ αρρωστήσει απ΄τη λαχτάρα για τα πράγματα που η ίδια απαγόρευσε στον εαυτό της, απ’ την επιθυμία για όσα οι τερατώδεις νόμοι της έχουν κηρύξει τερατώδη και παράνομα.

Κάποιος είπε ότι τα πιο σημαντικά γεγονότα του κόσμου συντελούνται μέσα στο μυαλό.
Στο μυαλό, λοιπόν, και μόνο σ’ αυτό γίνονται και οι μεγαλύτερες αμαρτίες του κόσμου.

Oscar Wilde (Όσκαρ Ουάιλντ)
Απόσπασμα από ‘’ Το πορτρέτο του Dorian Gray’’ (1891 ) 
Μου αρέσει! · · · πριν από μία ώρα περίπου