Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

θέση παρόντων


 

Πάντα ξέρεις -
Τον κλονισμένο καιρό,
τη δίψα στην τερματική πηγή,
το ξάφνιασμα των νερών,
όλα τα ερωτηματικά,
το "πέφτω" που χάνομαι στα ισχνά μου πόδια,
τα δάχτυλα που λύγισαν στα πλήκτρα μιας Αυγής,
τις απορίες του απαίδευτου σπουδαστή -
το θρανίο που φαγώνεται στην άκρη του Νοτιά..
Τα φορεμένα ανάποδα ρούχα ξέρεις
στην αδεξιότητα των βημάτων
Τα μάτια που κλαίνε στις φωτιές των κούκων, 
ενώ γυρεύουν το παράθυρο
Τα βουητά ακούς απ'
τους λαβύρινθους των παιχνιδιών
Με τη Μοίρα μιλάς
στ' ανεπεξέργαστα δειλινά -
οι νηπιακές φωνές δε βλέπουν, γλιστρούν σε μεροκάματα -
συνηθίζεται να χάνεται το νήμα απ' το μικρό Βοριά -.
Μια σειρήνα αρκεί, και θολώνουν οι ρίζες των κυμάτων
Πρόστυχες πόλεις τα δίχτυα προφύλαξης
Πόσα σπασμένα κόκαλα ξέρεις -!-
Πόσα μετράς πορείας φώτα, και
Φως ιλαρό..!
Σε θυμάμαι σε κάθε διαδρομή του μυαλού που ξεχνιόμουνα
Σε κάθε λουλούδι επίγειο, που άνοιγε τάφους
Σε βρίσκω
στο γέρμα των περιθωρίων μου
μετά το χορό της Σαλώμης, που
αποκεφάλισα το όνειρό μου..
Η παρουσία μου στο γκρεμό
και μέσα στα πανάρχαια ουρλιαχτά του γκρεμού μου -
κλαίω το θυσιαστήριο του "πώς;" μου
και το βράχο μου κλαίω που έπνιξε το λαιμό μου στο
αυθάδικο τίναγμα του κεφαλιού μου στο χάος.
Στο ερήπιο του οίστρου μου με βρήκες -
κάθε βράδυ - θυμάσαι -;- - που δεν γύριζα,
καθισμένη στην αρσενική θέση των απόντων μου,
στην παρούσα στιγμή των αβέβαιων φτερών μου..
Ξέρω ότι ξέρεις. Έφτασες πριν με βρω......

άτιτλο". το ονομάζω "ΓΥΝΑΙΚΑ"


Τρίτη, 22 Νοεμβρίου 2016

"άτιτλο". το ονομάζω "ΓΥΝΑΙΚΑ"

η φωτογραφία ανήκει στη Νικολέτα Γερολιμίνη

























δεν έχει δώσει συνεντεύξεις. δεν έχει λικνιστεί καν στις γιορτές. δεν "συνέδραμε" τον τόμο - πασίγνωστοι των λάικς και των παρουσιάσεων ποιητές της παρηκμασμένης εποχής με τους στίχους των ημερολογίων (στην καλύτερη των περιπτώσεων) -. δεν κάνει εκπομπές σε ραδιόφωνο για ανάδειξη των στίχων της (είναι της μόδας αυτό). δεν δηλώνει επάγγελμα ποιήτρια ή συγγραφεύς. δεν αναρτά φωτογραφίες της - με καπέλο ή χωρίς ή κάνοντας τον κάου μπόι ή ανοιγοκλείνοντας μεθυστικά τα βλέφαρα ή γυρεύοντας θεατή όποιου είδους της ζωής της - γιατί δεν αναρτά, απλά, φωτογραφίες της-. δεν έχει ούτε ένα βιβλίο. δεν υπογράφει τα ποιήματά της, λέει: ας ταξιδεύουν στον κόσμο. την γνωρίζω σαν Άννα Καρρά. την αγαπώ σαν Άνθρωπο - ταπεινή, αληθινή, με τόλμη- . την ονομάζω ΠΟΙΗΣΗ, γιατί είναι ΠΟΙΗΣΗ η Άννα. και γιατί: "ΠΟΙΗΣΗ είναι ΤΡΟΠΟΣ και ΣΤΑΣΗ ΖΩΗΣ" - υποστήριξη γερή της υπερκόσμιας γραφής, για την υπέρβαση μέσα από την γενναία κατάδυση στο είναι μας, με το γκρέμισμα του φριχτού εγώ μας.
*της Άννας (που στα τριανταδυό της χρόνια μπορεί ν' αγγίζει ουρανούς):

Και τ όνομα της
Εύα,
με σπονδυλικούς κήπους,
μια πρωτόπλαστη
νύχτα
ολόκληρη ένα
ανυπόφορο
φεγγάρι
με βιβλικά
λέπια,
κατασπαραγμένη
από καρπούς,
διωγμένη μέσα
στους
σχισμένους μηρούς
των χρόνων,
με αλόγιστες πληγές
στα απύθμενα
νερά της μητρικής γνώσης,
οι μελωδίες των σπαθιών,
οι λόγχες της φωτιάς
η οικειότητα με το αίμα..
τα όνειρά της επίπεδα
πολέμου.
καθοδηγητές
θανάτου
στον βάλτο
της ματαιότητας...

αιμάτινος πανικός


αιμάτινος πανικός



Η κόλασή σου στα μάτια μου
λυτρώνει την όρασή μου
στα άδυτα των κειμηλίων σου -
ψήγματα ανεστραμμένης τρίαινας
με λιβάνια βροχοποιού
σε υποκλίσεις ακέφαλες
Να τρομάζουν τα χείλη σου
Να συσπάται η χορδή σου
Η βροντή των δαχτύλων σου
να τρομάζει στην ξαφνική μπόρα
της λατρείας μου
Αιμάτινος πανικός
σε απέθαντες εκφάνσεις
στις διαδρομές
των υπερβολών σου
στις γωνίες σου,
που διψούν οι οδοιπόροι σου
Τα εννέα κεφάλια μου
σε θηλάζουν άβυσσο
σε θέλουν άβυσσο,
να σε περνώ
χαρακωμένα μου πέλματα
μ' αρμύρα στα βάθη
Και να βρέχω "εμείς"
μέσα στο σκόπευτρο των χειλιών,
στο αχανές των δερμάτων μας,
στο στόμα του λύκου

που έσπασε τα δόντια του
όταν αντίκρισε
πως νύχτα δεν υπάρχει
Και πάντα Νύχτα
που με σκαλώνω
στους μαντρότοιχους
των θυρεών σου.
Ξέρεις,
στη θέση που με άφησες
υπάρχω ακόμη.
Με σφαλιστά παράθυρα
υπάρχω καθίσματα σε τάξη
ασύνταχτης φωνής
Να χτυπάει στους τοίχους η φωνή μου
με ανερμάτιστες σκάλες
του σολ σου ψιθύρου.
Στο κατάρτι του κάτεργού μου
ένα μινόρε πελάγη Εσύ._

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΤΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΟΧΘΗΣ





Εγώ η μποτίλια στο πέλαγος
ο κόμπος στο λαιμό
η σπασμένη φτερούγα.
Εγώ ο σπασμός
το πεταμένο κόκκαλο
και η απόγνωση πάλι.
Εγώ ο βυθός
το ρημαγμένο σύνθημα και το καμένο χαρτί
η συνεχής διάβρωση
το φάντασμα της απέναντι όχθης

ψηλαφίζοντας στο σκοτάδι
στον ύπνο
το πρόσωπο της ψυχής σου
για να βεβαιωθώ πως υπάρχεις. 

Από τη ποιητική συλλογή "Απέναντι" του Δημήτρη Α.Δημητριάδη

Η Απόσταση που μας Ενώνει





Όλα τώρα είναι εσωτερικά
το περίγραμμα του προσώπου σου
τα μάτια, το δέρμα σου·
Όλα προέρχονται από μέσα
τα δέντρα, ο κισσός που σκαρφαλώνει στην πολυκατοικία
κι η πολυκατοικία.
Εσύ αναβλύζεις από μένα και κρατάς
στο χέρι σου τη χαρά μου·
είναι απόλαυση να σε βλέπω
με πλησιάζεις και με περιεργάζεσαι
με μια περιέργεια να δεις πως μοιάζεις·
σε ξέρω απ' τ' αρχαία χρόνια ακόμα
είσαι θηλυκός άνθρωπος φυτεμένος σε μια γλάστρα
σε ποτίζω με τα λόγια μου
μεγαλώνεις στα χέρια μου
δεν μπορώ να σε κόψω γιατί είσαι χωρίς ρίζες·
όμως από κάπου κρατάς
με συνάντησες για να το μάθεις
θα στ' ομολογήσω μια νύχτα πως έπεσες
και με παρέσυρες μαζί σου·
εδώ που στέκεσαι τώρα είναι ο βυθός
δίπλα σου τρέχει ένα ποτάμι
το άλλο όλο είναι ανοιχτή θάλασσα·
είσαι εδώ κι όμως έρχεσαι προς το μέρος μου
φεύγεις και παραμένεις πάλι εδώ
για εμάς το εδώ παντού είναι
επειδή μοιραζόμαστε τα σώματά μας.

Όμως εσύ κρατάς απ' το θηλυκό γένος του κόσμου
κι εγώ απ’ το αρσενικό
όμως αυτά είναι μόνο διαφορετικά πουκάμισα που φορούμε
ταυτότητες, μαλλιά, μουστάκια κι άλλες τρίχες·
όμως καθώς ανταμώνουμε το κάνουμε
σ’ ένα φως, σ’ έναν ήλιο
αλλιώς ποτέ δεν ανταμώνουμε.

Σ’ αυτό συμφωνούμε. Εμείς - ο ένας απ’ τον άλλον
διαχωριζόμαστε από σάρκινες ίνες
και λόγια. Ό,τι μας χωρίζει είναι μια
χρωμάτων διαφορά.
Γι' αυτό κρατούμε στα χέρια μας πινέλα.
Βάφουμε έναν τοίχο διάφανο
να περάσουμε από μέσα του
να 'ρθουμε κοντά
να μειώσουμε την απόσταση από χέρι σε χέρι
να σε κρατώ με το βλέμμα μου
να με κρατάς με το δικό σου
μα ν' αφεθούμε πρώτα.


Η Στροφή






 Θέλουν ν’ αλλάξουν τη ζωή. Τη ζωή τους. Βλέπεις πως όλες οι σκέψεις κινούνται γύρω από το ζήτημα αλλαγής της ζωής. Όλοι θέλουν ν’ αλλάξουν τη ζωή μα κανείς ν’ αλλάξει τον εαυτό του. Που θα προσαρμοστεί αυτή η νέα ζωή που ονειρεύονται κι ελπίζουν, αυτή η ζωή που παλεύουν και προσπαθούν, ιδέα δεν έχουν. Σε ποιο καινούργιο κλαδί του δέντρου τους θα έρθει το νέο πουλί να καθίσει, δεν το σκέπτονται. Περιμένουν το νέο πουλί να έρθει να καθίσει στο παλιό κλαδί.
 Θέλουν ν’ αλλάξουν τη ζωή γιατί δεν μπορούν να δεχθούν τη ζωή. Πράγμα που σημαίνει δεν δέχονται τον εαυτό τους, γι’ αυτό οι ίδιοι ποτέ δεν αλλάζουν, οι άλλοι ποτέ δεν αλλάζουν στα μάτια τους, και το μόνο που τους απομένει είναι διαρκώς να θέλουν.
 Με τον καιρό το λένε δεν μπορούν. Μα και πάλι σφάλουν, θαρρούν θέλουν κάτι που πρέπει να το μπορέσουν και θαρρούν πως όλα αυτό χρειάζεται προσπάθεια. Ενώ χρειάζεται το αντίθετο, να χαθεί η προσπάθεια.
 Θέλει αποδοχή, κι αυτή δεν είναι κίνηση μπροστά μα κίνηση προς τα πίσω. Γιατί η αποδοχή, ή όποια αποδοχή, είναι η βάση, ο θεμέλιος λίθος. Μ’ αυτοί κοιτάζουν απ’ τον εαυτό τους και πέρα. Θεωρούν τη νέα ζωή συμπλήρωμα κι όχι ολοκλήρωση. Θέλουν κάπου να την κολλήσουν, σ' ένα κενό τους, δεν θέλουν να πέσουν μέσα στο κενό τους οι ίδιοι να το σφραγίσουν με την παρουσία τους.
 Θέλουν, ελπίζουν κι ονειρεύονται τη νέα ζωή, μα δεν έχουν χώρο γι’ αυτή.
Θεωρούν τη νέα ζωή κάτι επιπλέον, κάτι επιπρόσθετο, κάτι που το κερδίζουν, κι όχι ένα άλλο κάτι που το χάνουν για να κερδίσουν. Η νέα ζωή γι’ αυτούς είναι ένα άθροισμα πρόσθεσης αριθμών και το μόνο που καταφέρνουν τελικά είναι να βάλουν στη ζωή τους περισσότερο βάρος.
 Βασικά αυτό που θέλουν είναι περισσότερα λεφτά, γιατί έτσι πιστεύουν θα αυξηθεί η χαρά τους. Βλέπουν τη χαρά τους σαν κάτι που πρέπει να το πάρουν από έξω. Νιώθουν απ’ έξω το ίδιο τους το αίσθημα, το νιώθουν απ’ τους άλλους.
 Θέλουν την ευτυχία κι είναι πεπεισμένοι πως την αγοράζουν.  Δεν το καταλαβαίνουν πως έχουν φτάσει να πεισθούν, τους έχουν πείσει πως τ’ αισθήματα πουλιούνται κι αγοράζονται.  Κι αφού τ’ αισθήματα ψυχή είναι έχουν ενδώσει σ’ ένα εμπόριο ψυχής. Ουσιαστικά πουλούν διαρκώς την ψυχή τους και προσπαθούν να την αγοράσουν.
 Θέλουν ν’ αλλάξουν τη ζωή τους μα λησμονούν πως οι ίδιοι είναι η ζωή τους.
Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ αλλάξει η ζωή τους παρά στο βαθμό που αλλάζουν οι ίδιοι. Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά οι ίδιοι να γίνουν κατά την επιθυμία τους και τη βούλησή τους.  Και δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να τους φτιάξει κάτι άλλο τ’ όνειρό τους, μα ονειρεύονται κάτι και το αγνοούν πως τον εαυτό τους ονειρεύονται.  Γιατί κοιμούνται και το όνειρό τους τούς παίρνει διαρκώς απ’ το βάσανό τους σε άλλα μακρινά  γλυκά μέρη με τον μηχανισμό του.
 Θέλουν ν’ αλλάξουν την υπάρχουσα υπαρκτή ζωή τους. Μα δεν έχουν άλλο τρόπο παρά πρώτα να τη δεχθούν και να τη συναντήσουν.  Να τη δουν γιατί δεν την ξέρουν, να την καταλάβουν, να την αγαπήσουν, αυτή την παρούσα ζωή τους που δεν την αποδέχονται και μακριά της φεύγουν. Την εξασφαλισμένη ζωή τους, που επειδή είναι εξασφαλισμένη δεν τους προσφέρει πια τίποτα. Που επειδή είναι δεδομένη δεν υπάρχει γι' αυτούς. Γιατί ό,τι υπάρχει στον κόσμο είναι το κάτι απ΄το δεδομένο Και μετά. Το δεδομένο δεν προσφέρει ακριβώς τίποτα. Κι αφού τη συναντήσουν και τη δεχθούν και την αναγνωρίσουν την υπάρχουσα ζωή τους, πόσα καλά κι όμορφα έχει μέσα της, θα έχουν αλλάξει αυτοί μέσα στη ζωή τους και τότε η ζωή δεν θα τους φταίει. Γιατί δεν θέλουν ν’ αλλάξουν τη ζωή τους, τον εαυτό τους θέλουν ν’ αλλάξουν, μα δεν μπορούν να το κάνουν άμεσα και το βλέπουν στη ζωή τους. Κι όσα ελπίζουν κι ονειρεύονται, είναι η ζωή τους να τους αλλάξει. Γιατί αυτοί Είναι, η ζωή τους αυτών έπεται.
 Θέλουν μια όμορφη ζωή, μα έχουν ήδη μια πανέμορφη που χρειάζεται μόνο να την αναγνωρίσουν. Μα χωρίς αυτούς όμορφους άσχημη τη βλέπουν. Γιατί βλέπουν τη ζωή τους στον εαυτό τους και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τη δουν. Και πάντα κάπου μακριά υπάρχει μια ζωή όμορφη, ακόμα και γι’ αυτούς που πλησιάζουν τα ενενήντα τους χρόνια.  
 Κι ήταν, είναι και θα είναι πάντα, μιας στροφής υπόθεση η όμορφη ζωή. Μιας στροφής υπόθεση ενενήντα μοιρών, να πάρεις όλο το βλέμμα απ’ έξω και να το ρίξεις μέσα.  Αλλιώς η όμορφη ζωή, πάντα θα είναι σε απόσταση από εμάς και θα κρατά απόσταση. 
 Γιατί τη νέα ζωή δεν την κυνηγάς, στη νέα ζωή επιστρέφεις. 


Ο Τόπος του Σήμερα




Φεύγεις από έναν τόπο γνωστό. Όπου έχεις πιάσει τη ζωή σου στα πέτα
πρόχειρα με παραμάνες, όπου έχεις ράψει ένα κουστούμι για τις Κυριακές
με ελάχιστες Κυριακές να υπάρχουν, μία το μήνα και να πέφτουν χωρίς αναλογία όποια μέρα πετύχουν ένα κενό χαράς, ή κάτι άλλο σαν λαχείο, ή κάτι άλλο σαν άνθρωπο που σου χαμογελά, κι ακόμα ένα κάτι σαν είδηση που περιμένει η ψυχή σου. Που τη φέρνει άγγελος καλά κρυμμένος στο σεντούκι σου,
άγγελος ελπίδας χρονοβόρος, ακονισμένος απ’ την υπομονή σου
γεμάτος μπράτσα από αντοχές
βαμμένος κατάλευκος από όραμα
καψαλισμένος στις άκρες των φτερούγων απ’ το αχ σου
το βαχ σου και το περίμενε τους ουρανούς ν’ ανοίξουν·
μα κυρίως τσακισμένος απ’ τη βροχή με τις πέτρες
και το σιγανό ουρλιαχτό που σε συνοδεύει
όπου σταθείς, όπου βρεθείς, όπου νομίσεις πως είσαι,
για λίγο ή περισσότερο σε μι’ αγκαλιά με καρφίτσες.

Φεύγεις από έναν τόπο γνωστό - δραπετεύεις απ’ τις ρωγμές ενός καθρέφτη
που τον ράγισες μια νύχτα με γροθιά χτυπώντας τον αέρα
εκεί που υπήρχε η αντανάκλαση του προσώπου σου,
που ενώ της χαμογελούσες σε αγριοκοίταζε.
Τώρα έμεινες μ' ένα πρόσωπο ανεκπλήρωτο και προσωρινό,
μ' ένα πρόσωπο που το συμπληρώνεις και γι’ αυτό πονάς: από μια γροθιά σου στην ταυτότητα
από ένα χαστούκι στην εικόνα σου, και σκορπίζει ο χρόνος·
γέμισε το μέλλον σου παρελθόν το παρελθόν σου μέλλον.
Στα κενά του δοχείου σου μετακινείσαι σαν νερό
προσπαθείς να κρατηθείς γερά απ’ το ρολόι του τοίχου
για να είναι εδώ και σήμερα κάθε μέρα
και δεν ξεχνάς να λες στον εαυτό σου
τρις μες τη μέρα συνειδητά: υπάρχω!

Χαμένος ανάμεσα σε ό,τι υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει
τσιμπολογάς κι απ’ τις τρεις περιπτώσεις πιθανότητες
και φτιάχνεις ολοκληρωμένη παρουσία
να τη ζήσεις κάποιο αύριο που διαρκώς απομακρύνεται.
Όμως έφυγες από έναν τόπο γνωστό
και το άγνωστο είναι το πιο γνωστό σου
κι ό,τι γι’ άγνωστο υπέθεσες και σε φόβισε
ήσουν πάλι εσύ – επιστρέφεις σε σένα
κι εσύ για σένα άγνωστος ποτέ δεν υπήρξες
σε υποδέχεται του αληθινού εαυτού σου η πρώτη αίσθηση·
μετά την πρώτη γέννηση δεν υπάρχει ξανά στον άνθρωπο
να νιώσει για πρώτη φορά.
Γιατί ποτέ δεν έφυγες από έναν τόπο γνωστό
μα από έναν τόπο σκληρό και άγνωστο
- διαφορετικά δεν θα έφευγες -
και δεν έχει τώρα αλλού να πας
παρά στα πρώτα σου μάτια να φτάσεις.
Δεν ήταν ένα τόπος γνωστός αυτός που εγκατέλειψες
μα ένας τόπος προσωρινός
γιατί από έναν τόπο γνωστό ποτέ δεν φεύγεις
γιατί ο τόπος ο γνωστός είναι φιλικός και σε χωρά
να ξαπλώσεις, ν’ αναπαυθείς, να γαληνέψεις - να τεντώσεις αισθήσεις και πόδια.
Γιατί ποτέ την επιστροφή δεν νοσταλγείς απ’ τον τόπο σου
μα αν νοσταλγείς, αν πονάς, αν φοβάσαι, αν διστάζεις
κι αν η αμφιβολία σε βασανίζει…
αν σου ανοίγεται απέναντί σου ένας τόπος άγνωστος
τις νύχτες να κρυφοκοιτάζεις…
είναι το ακριβώς αντίθετο που συμβαίνει
είσαι ήδη σ’ έναν τόπο άγνωστο
και κατευθύνεσαι προς έναν τόπο γνωστό
τόσο γνωστό, που σαν την πρώτη σου ζεστή φωλιά
βολεύεται στα μάτια σου
… και δεν σου περισσεύει, δεν σου υπολείπεται τίποτα,
να φοβηθείς και να ελπίσεις.