Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

Η επιλογή είναι απλά στο χέρι μας......





Υπάρχει ένα μακρινό μέρος που λέγεται Τσάγια στην κεντρική Ταϋλάνδη, κοντά στα σύνορα με τη Μαλαισία. Στη μέση μιας μεγάλης λίμνης βρίσκεται ένα νησί και πάνω του ένα βουδιστικό μοναστήρι. Δεν έχουν νερό και αναγκάζονται να το φέρνουν με βάρκες από τη στεριά και να το φυλάνε σε ένα τεράστιο βαρέλι.

Σε αυτό το μοναστήρι διηγούνται οι βουδιστές μιαν ιστορία.

Έχεις δουλέψει πολύ σκληρά όλη την ημέρα και γυρίζεις καταδικασμένος να πιεις από  αυτό το πολύτιμο νερό που ξέρεις ότι δεν πρέπει να το σπαταλήσεις άδικα. Ανοίγεις το βαρέλι, σκύβεις με την κουτάλα σου και βλέπεις μέσα ένα μυρμήγκι. Γίνεσαι έξω φρενών. Του λες: "Πώς τολμάς να βρίσκεσαι μέσα στο βαρέλι μου, κάτω από τη σκιά του δέντρου μου, στο νησί μου, μέσα στο νερό μου;" Και λιώνεις το μυρμήγκι. Εγωισμός!

Ή σκέφτεσαι καλύτερα και λες: "Κάνει πολλή ζέστη σήμερα και αυτό είναι το πιο δροσερό μέρος του νησιού. Δεν πειράζει που είσαι μέσα στο νερό μου". Μαζεύεις με την κουτάλα σου νερό γύρω από το μυρμήγκι και πίνεις. Ανεκτικότητα!

Και μετά , ο δάσκαλος, πρόσθεσε: "Υπάρχει κι ένας άλλος δρόμος: η μη δέσμευση. Ξέρεις ποιος είναι αυτός; Τη στιγμή που ανοίγεις το βαρέλι σου και βλέπεις το μυρμήγκι δε σκέφτεσαι τι είναι καλό, κακό, σωστό ή λάθος. Αυθόρμητα δίνεις στο μυρμήγκι λίγη ζάχαρη". Αυτό είναι Αγάπη!

Καταρράκτες ποταμού Νέδα στην Ηλεία

(..)Δεν αγαπάς για να σου ανταποδώσουν την αγάπη σου. Αγαπάς για να αγαπάς! Το κάνεις γιατί είναι φυσικό να απλώσεις το χέρι σου και να δώσεις στο μυρμήγκι λίγη ζάχαρη.

Έχασες τίποτα;;;;;;;;;;

Λεό Μπουσκάλια κεφάλαιο "Γέφυρες και όχι φράγματα". "Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις" ( εκδόσεις Γλάρος )

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2014

Η ζωή έχει φαντασία!




Τελικά η ζωή έχει πολύ φαντασία!
Αν κάποιος μου έλεγε ένα χρόνο πριν,που ακόμα ζούσα στο παλιό μου σπίτι,στο Γαλάτσι,ότι μετακομίζοντας στη Νέα Σμύρνη,θα φύγει μαζί με μένα και όλη η κακή ενέργεια 7 πολύ κακών χρόνων που πέρασα εκεί,που "χαστουκιζόμουνα" σε όλους τους τομείς, δεν θα τον πίστευα.
Πολλές φορές πιστεύουμε ότι αυτό που ζούμε είναι ατέλειωτο...Ότι η συμφορά και το δάκρυ δεν στερεύει ποτέ.
Κι όμως να που τελικά με διέψευσε η ίδια η ζωή.Τόσο όμορφα..
Ξεκινώντας να γράφω σε αυτό εδώ το blog, κι εγω η ίδια ανατρέχοντας στα προηγούμενα post,και όποιος άλλος το κάνει,μια ήταν η κεντρική ιδέα όλων των κειμένων.Το πόσο θέλω να εγκαταλείψω αυτή την πόλη.Όσο κι αν έζησα εδώ 34 χρόνια,αισθάνομαι πια ότι ο κύκλος έχει κλείσει.Όταν δεν μπορείς να αντλήσεις χαρά στο μέρος που σε γέννησε και σε ανέθρεψε,ήρθε η ώρα να φύγεις...Όταν οι εικόνες γύρω σου είναι καταθλιπτικές και μια απλή βόλτα σε ταλαιπωρεί,έχεις ήδη φύγει, με το μυαλό σου τουλάχιστον.
Και να που δυο καστανά μάτια,τόσο αθώα και γλυκά με κοίταξαν.Δάκρυσαν μαζί μου,δάκρυσαν για μένα,γέλασαν μαζί μου,γέλασαν για μένα.
Και να ένας άνθρωπος που μ'αγάπησε για αυτό που είμαι.Την Αυγή,για όσα έχει να δώσει.Που με κοιταξε στα μάτια με ειλικρίνεια,κάτι που δεν κατάφεραν άλλοι να κάνουν στο παρελθόν,αφήνοντας πληγές..
Και να ενας άνθρωπος που αξίζει να αγαπήσεις.
Και να μια πόλη που θα γίνει και δική μου στο άμεσο μέλλον.
Σε λιγότερο από 2 μήνες θα είμαι παρελθόν για την Αθήνα.
Χρειάζεται να πω πόσο ευτυχισμένη είμαι;Νομίζω πως όχι.
Τα τελευταία ενήλικα μου χρόνια,2 πράγματα ευχήθηκα τόσο πολύ..Πέρασα Οδύσσειες-όχι μια Οδύσσεια,πολλές και πολύ κουραστικές-για να φτάσω να πραγματοποιήσω τα δυο μοναδικά όνειρα μου.Να φύγω με κάποιον που θα αξίζει να αγαπώ και θα μ'αγαπάει και εκείνος.
Και να που ένας άνθρωπος που ήταν τόσο αντίθετος με την ιδέα του γάμου,θα ανέβει τα σκαλιά σε 3 μήνες..
Πόσο αλλάζουν όλα..
Πόσο γέμισε η ζωή μου..
Τώρα κατάλαβα και πίστεψα αυτό που μου έλεγαν και δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω.Ότι δεν πρέπει ποτέ να το βάζουμε κάτω,για όλους υπάρχει κάπου το όνειρό τους,για όλους υπάρχει μια τύχη,όπως την ορίζουν οι ίδιοι.
Πάντα ήμουνα άνθρωπος αυτάρκης,που ευχαριστιόταν με λίγα.Δεν μου ταιριάζουν οι πολυτέλειες και ούτε τις θέλω.Πάνω απο όλα ο άνθρωπος,η παρέα,η συντροφικότητα,η οικογένεια.Δεν είμαι γυναίκα καριέρας ούτε θέλω να γίνω.Θα βρω μια δουλειά ίσα να συνεισφέρω στο σπίτι.Ως εκεί.Για μένα σημασία έχουν οι στιγμές και δεν θα τις στερήσω από τους δικούς μου ανθρώπους,και φυσικά στον σύντροφο μου.
Από τον Ιούλιο θα έρχομαι σαν επισκέπτης στην Αθηνα.Αρχικά συχνά,έχουμε και τις ετοιμασίες του γάμου,σε διπλό ταμπλό,και εκεί και εδώ.Μετά πιο αραιά.
Από την πόλη αυτή που λατρεύω να μισώ,το μόνο που θα μου μείνει είναι οι άνθρωποι που γνώρισα,που συμπάθησα,αγάπησα,πέρασα χρόνο μαζί τους.Πάντα θα είναι κοντά μου,θα το φροντίσω αυτό.Θα μου μείνουν πολλά πράγματα.Όσο κι αν δεν το παραδέχομαι,είναι σίγουρο,δεν μπορείς να πετάξεις 34 χρόνια.
Θα μιλάμε πλέον και από το παράθυρο δίπλα μου θα βλέπω άλλες εικόνες,μιας πόλης που έχει λιγότερο πληθυσμό από την περιοχή που μένω τώρα.
Μακεδονία ξακουστή,του Αλεξάνδρου η χώρα...
Σε λιγο καιρό είμαι και επίσημα κάτοικος Κατερίνης.
Felicita!!


Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ!!!!!

Mια φορά κι ένα καιρό, εκεί ψηλά στον ουρανό, ζούσε η Αγάπη. Ήταν ένα πολύ γλυκό πλάσμα, γεμάτο ομορφιά και χάρη.  
Το χαμόγελο ποτέ δεν έφευγε από το πρόσωπό της κι απ' όπου περνούσε σκόρπιζε τη χαρά. 
 Ότι άγγιζε μεταμορφωνόταν στη στιγμή κι όταν άρχιζε να μιλά χιλιάδες τραγούδια γέμιζαν τους αιθέρες. Όλα τα πλάσματα αποζητούσαν την παρέα της κι από τα λόγια της έπαιρναν ελπίδα. Η καρδιά τους γέμιζε ζεστασιά. Η πίστη τους για τη ζωή θέριευε και η χαρά απλωνόταν παντού. Μια μέρα εκεί που όλα τα πλάσματα είχαν συγκεντρωθεί κι άκουγαν την Αγάπη να τους μιλά, ένας νεαρός άγγελος στεκόταν παράμερα θλιμμένος. Τι έχεις; τον ρώτησε η Αγάπη. Ο άγγελος σήκωσε τα μάτια του και σαν αντίκρυσε την γεμάτη ενδιαφέρον ματιά της Αγάπης απάντησε: - Χθες, επισκέφτηκα τη Γη κι ότι είδα κι ότι άκουσα με γέμισε θλίψη. Οι άνθρωποι εκεί κάτω έχουν μπερδευτεί. Αχ και να μπορούσαν να σε γνωρίσουν και να σ' ακούσουν. Α, πόσο πιο χαρούμενοι θα ήταν!  
 Χαμογέλασε η Αγάπη και το χαμόγελό της φώτισε ολόγυρα. - Γιατί δεν πας εσύ να τους μάθεις; πρότεινε βάζοντας το μπράτσο της στοργικά γύρω από τους ώμους του. 
 Ο άγγελός μας σάστισε για μια στιγμή. Κάτι τέτοιο δεν του ΄χε περάσει από το μυαλό. - Αλήθεια, θα μπορούσα; συλλογίστηκε. - Ναι, μπορείς, άκουσε την Αγάπη να του λέει φωναχτά, λες και είχε διαβάσει την σκέψη του. Ξέρεις τι σημαίνει να νοιάζεσαι κι εγώ θα είμαι μαζί σου. Κάθε φορά που θα θέλεις να πεις ή να κάνεις κάτι, αρκεί να ψάχνεις την καρδιά σου κι εκεί θα με βρίσκεις και μαζί θ' αποφασίζουμε. Δάκρυα χαράς και συγκίνησης πλημμύρισαν τα πρασινογάλαζα μάτια του άγγελου. Αγκάλιασε την Αγάπη και για πολύ ώρα έμειναν έτσι αγκαλιασμένοι. H Μαρία έτριψε τα μάτια της καθώς οι πρώτες αχτίδες του ήλιου γλιστρούσαν ανάμεσα από τα φύλλα της κερασιάς στον κήπο κι έμπαιναν στο παιδικό της δωμάτιο. Τι όνειρο κι αυτό το βραδινό! Κάτι μέσα της είχε αλλάξει. Μια γλυκιά προσμονή την πλημμύριζε. Αχ να μπορούσαν όλοι οι άνθρωποι να γνωρίσουν, να δουν και να ακούσουν την Αγάπη όπως την είδε και την άκουσε αυτή σ' εκείνο το υπέροχο φωτεινό λιβάδι ! Ανάμεσα στ' αυτιά της άκουγε τα λόγια: "Γιατί δεν τους το μαθαίνεις εσύ; Ξέρεις τι σημαίνει να νοιάζεσαι κι εγώ θα είμαι μαζί σου. Κάθε φορά που θα θέλεις να πεις ή να κάνεις κάτι, αρκεί να ψάχνεις την καρδιά σου κι εκεί θα με βρίσκεις και μαζί θ' αποφασίζουμε" Με τα λόγια αυτά ν' αντηχούν σαν ηχώ μέσα της, η Μαρία πήδησε από το κρεβάτι της και βγήκε στον κήπο. Χιλιάδες ήχοι ξεπήδησαν από παντού. Το ρεματάκι στη στροφή είχε πιάσει πάλι το τραγούδι και δεν έλεγε να σταματήσει. Μόλις τέλειωνε το ένα, έπιανε το άλλο. Ώρες μπορούσε η Μαρία να κάθεται στις πέτρες με τα φυτρωμένα κυκλάμινα και ν' ακούει. Προς τα εκεί τράβηξε και σήμερα. Στην αγαπημένη της θέση, αυτή με τα κυκλάμινα καθόταν ήδη ένας γερασμένος άνδρας. Κουρασμένος της φάνηκε έτσι καθώς κρατούσε το κεφάλι του ανάμεσα στις παλάμες του. Πήγε και στάθηκε όρθια δίπλα του και γρήγορα βυθίστηκε στη μουσική συνομιλία με το ρέμα. Και τι δεν έλεγε. Για την αρμονία και το ρυθμό της ζωής, για την ελευθερία, την πίστη, την αναζήτηση, την ομορφιά, την ανακάλυψη … - Εγώ δεν τα καταλαβαίνω όλα αυτά! ακούστηκε μια φωνή από δίπλα της. Η Μαρία στράφηκε κι αντίκρισε τον κουρασμένο παππούλη. - Φαίνεται πως εσύ μικρή, ξέρεις να κουβεντιάζεις μαζί του. Εγώ χρόνια πάλεψα να καταλάβω το ρέμα και τίποτα ακόμα. - Είναι που δεν ακούς με την καρδιά σου, άκουσε η Μαρία μια φωνή να βγαίνει από μέσα της. Για μια στιγμή τα ΄χασε αλλά της άρεσε αυτό που άκουσε. Όταν ακούς με την καρδιά στο τέλος όλα τα καταλαβαίνεις. - Μπα, και τι σημαίνει ν' ακούς με την καρδιά; Εγώ ήξερα πως η καρδιά έχει άλλη δουλειά. Όχι να ακούει. - Ν΄ακούς με την καρδιά σημαίνει ν' ανοίγεσαι. Ν' αφήνεσαι σαν αυτό το πλατανόφυλλο στο χάδι του ήλιου και μετά ν' αντανακλάς τον ήλιο ο ίδιος. Ν' ακούς με την καρδιά σου σημαίνει να επιτρέπεις να αισθάνεσαι τα πάντα έστω κι αν δεν τα καταλαβαίνεις. Αν αγαπάς κάποιον στο τέλος τον καταλαβαίνεις όσο μπερδεμένα κι αν νομίζεις πως μιλάει. Κι αν δεν τον καταλάβεις πάλι δεν πειράζει. Αν ακούς με την καρδιά σου, γεμίζεις ηρεμία και η ψυχή σου γαληνεύει. Και τότε ξέρεις, πως τα τραγούδια που λέει το ρέμα κάθε στιγμή υμνούν την Αγάπη. -Λες; είπε ο γέροντας. Είναι αλήθεια πως πάντα γαληνεύει η ψυχή μου όταν κάθομαι στην φύση και ξεκουράζομαι. Η Μαρία χαμογέλασε. Μέσα της φάνηκε να ξέρει κι άλλα. - Είναι η αρμονία κι ο ρυθμός, στοιχεία της αγάπης και τα δυο που θα τα βρεις παντού στη Φύση. Κοίτα, τι ισορροπημένα στέκονται τα βράχια εδώ στις όχθες. Κοίτα πόσα χρώματα δένουν αρμονικά μαζί τους, νιώσε το ρυθμικό θρόισμα του ανέμου ανάμεσα στα φύλλα και το πάφλασμα του νερού στην όχθη. Ίδιο με τον ρυθμό της καρδιάς. Γιατί η αγάπη είναι αρμονία. Η Αγάπη είναι Ρυθμός και Ισορροπία. - Και πώς μπορώ να την γνωρίσω αυτή την αγάπη, μικρή μου σοφή, που ούτε το όνομά σου ακόμα δεν ξέρω; - Ούτε κι εγώ το δικό σου, αλλά δεν έχει καμιά σημασία. Καμιά φορά μπορεί να ξέρεις τα πάντα για τον άλλον, όνομα, διεύθυνση, επάγγελμα και αριθμούς μητρώων και να μη ξέρεις τίποτε. Κι άλλοτε αρκεί να κοιτάξεις τον άλλον στα μάτια και να ξέρεις τα πάντα. Λοιπόν, παππούλη για να γνωρίσω εγώ την αγάπη αφέθηκα σαν εκείνο το φυλλαράκι από καστανιά που βλέπεις να επιπλέει χωρίς αντιστάσεις στο νερό. Στην αρχή προσπαθούσα να ελέγξω την πορεία, ν' αντισταθώ στο ρεύμα και να προβλέψω το μετά. Και δεν τα κατάφερνα. Και γέμιζα άγχος και φόβο κι όλη μου η δύναμη ήταν στο κενό. Μετά, μια μέρα, κουρασμένη απ' την προσπάθεια, δοκίμασα να κλείσω τα μάτια μου και ν' αφεθώ εντελώς. Όταν τα ξανάνοιξα, Θεέ μου, τι ομορφιά αυτή που αντίκρισα. Το νερό με είχε παρασύρει καταμεσής σ' ένα καινούργιο ξέφωτο που δεν το ΄χα μέχρι τότε ανακαλύψει. Ζωάκια έρχονταν να δροσιστούν, χιλιάδες λουλούδια ανθίζουν και πουλιά λογής λογής κελαηδούσαν στα κλαριά των δένδρων. Αν δεν είχα αφεθεί δεν θα ΄ξερα τι θα πει ομορφιά σ' όλο της το μεγαλείο. Και … με λένε Μαρία. - Εγώ φοβάμαι ν' αφεθώ, Μαρία. Θέλω να ξέρω τι θα μου συμβεί. Να ελέγχω την ζωή μου. Ποιος μου εγγυάται το μέλλον αν αφεθώ; - Ο ίδιος που εγγυάται τη συνέχεια της ζωής στα πουλιά, τα δένδρα, τα λουλούδια, τη Γη, τ' αστέρια και το φεγγάρι. Δεν κάνει καμιά προσπάθεια να φυτρώσει το λουλούδι. Απλά φυτρώνει. Τα πουλιά δεν καταθέτουν σε τραπεζικούς λογαριασμούς. Κι όμως μεγαλώνουν τα μικρά τους και φροντίζουν το σπίτι τους. Τα δένδρα δεν απασχολούνται με μισθοδοσίες και προβλήματα κι όμως διατηρούν σε λειτουργία ένα υπέροχο εργοστάσιο παραγωγής οξυγόνου. Και μήπως το αίμα δεν κυλά μέσα σου χωρίς να το κατευθύνεις εσύ, και τα πνευμόνια σου δεν αναπνέουν ζωή ακούραστα χωρίς να το σκέφτεσαι; Και τα μωρά ξέρεις πως θα μεγαλώσουν. Έτσι απλά. - Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Εμένα όμως μου δίνει ασφάλεια να έχω χρήματα και σπίτι και να κατέχω πράγματα. Να ξέρω που είναι τα παιδιά μου και τι κάνουν κάθε στιγμή. Να ξέρω πως η γυναίκα μου είναι μόνο δική μου, καταδική μου. - Όταν αγαπάς, αφήνεις τον άλλον ελεύθερο. Η χελιδόνα σπρώχνει το χελιδονάκι απ' την φωλιά και χαίρεται όταν το βλέπει να πετάει. Δεν μπορείς να φυλακίσεις τη ζωή γιατί η ζωή δεν έχει όρια. Μπορείς να μοιράζεσαι τη ζωή, μη ζητάς όμως από τον φόβο σου να την φυλακίσεις γιατί η ζωή χρειάζεται ελευθερία και η αγάπη την προσφέρει. Τι χαρά μπορεί να έχεις όταν ακούς το θλιμμένο τραγούδι της καρδερίνας στο κλουβί; Πόσο την αγαπάς όταν της στερείς την ελευθερία να είναι στο δάσος παρέα με τις άλλες καρδερίνες; 
 - Μα εγώ φοβάμαι μήπως μπλέξουν τα παιδιά μου και καταλήξουν να πίνουν, να καπνίζουν, να παίρνουν ναρκωτικά, να κάνουν λάθη. Θέλω να είναι ευτυχισμένα. -Τότε, μάθε τους για την αποδοχή. Πες τους για το πόσο υπέροχοι, μοναδικοί και πολύτιμοι για τον κόσμο αυτό είναι. Όσο θα γεμίζουν τον εαυτό τους με αγάπη και αποδοχή τόσο δεν θα χρειάζεται να γεμίσουν το στομάχι με φαγητό και αλκοόλ και η ζωή τους θα έχει νόημα και ηρεμία χωρίς ναρκωτικά, οι σχέσεις τους θα είναι υγιείς, η προσωπική τους ζωή γεμάτη ισορροπία και δεν θα χρειάζεται να προσκολληθούν σε ανθρώπους, ουσίες και πράγματα για να καλύψουν τα κενά τους. - Μα πώς μπορώ να αποδεχτώ τα λάθη; - Κοίταξε γύρω σου για μια στιγμή! Πόσα λάθη μπορείς να βρεις; Απόμεινε να κοιτάζει γύρω του για ώρα πολλή. - Μα δεν υπάρχει τίποτε λάθος! στο τέλος αποκρίθηκε. - Αν όλα είναι τέλεια στη Φύση γύρω σου, τότε τι σε κάνει να πιστεύεις πως υπάρχουν λάθη στο τελειότερο πλάσμα της Δημιουργίας;  



 Ακόμα και το μυρμήγκι που ξεστρατίζει βρίσκει το δρόμο του για την φωλιά του κι η μέλισσα μπορεί να πετά πάνω από πολλά άνθη αλλά πάντα βρίσκει το σωστό λουλούδι για να κάνει το μέλι. Ο καθένας μας είναι ανεπανάληπτος στον κόσμο, εντελώς απαραίτητος για τη ζωή. - Σιγά, τώρα τα παραλές. Πόσο απαραίτητος είναι ο ψεύτης, ο απατεώνας, ο κλέφτης ή ο εγκληματίας; - Κι αυτοί, παππούλη, απλά δοκιμάζουν να βρουν τα λουλούδια που κάνουν το μέλι. Και θα τα βρουν. Απλά, θέλουν λίγο παραπάνω χρόνο. Αλλά ακόμα κι όταν δοκιμάζουν, δείχνουν στους άλλους ποια λουλούδια δεν κάνουν μέλι κι οι άλλοι ξέρουν καλύτερα και δεν πάνε εκεί. Καμιά μέλισα δεν κρίνει την άλλη μέλισσα αν δεν εντοπίζει το μέλι με μιας.  



 - Δηλαδή, θέλεις να πεις πως δεν πρέπει να κρίνω; - Έχεις δει ποτέ την Φύση να κρίνει; Ξέρεις για τι η Φύση δεν συγχωρεί, παππού; Γιατί η Φύση ποτέ δεν κρίνει. - Ναι, αλλά φέρνει και καταστροφές. - Έχεις δίκαιο. Αν σπείρεις σιτάρι, θα βλαστήσει σιτάρι. Αν σπείρεις ζιζάνια θα φυτρώσουν ζιζάνια. Όταν σέβεσαι, σε σέβονται. Κάθε αιτία έχει κι ένα αντίστοιχο αποτέλεσμα. Όλα είναι τέλεια. - Εγώ, όμως δεν έχω υπομονή. Δεν ανέχομαι βλακείες. Θυμώνω. Και με τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο. - Ν' αγαπάς, παππούλη, σημαίνει να δέχεσαι τον εαυτό σου ακόμα κι όταν δεν είναι τέλειος. Και να ξέρεις πως κάθε στιγμή κάνεις το καλύτερο που ξέρεις και μπορείς. Κι εκείνη τη στιγμή της εξέλιξής σου είσαι τέλειος. Το ίδιο και οι άλλοι. Όταν δεις την τελειότητα αυτή μέσα στον καθένα γύρω σου, τότε η καρδιά μαλακώνει, η συμπόνια μεγαλώνει και δεν υπάρχει χώρος για θυμό, ούτε πίκρα ούτε παράπονο. Να θυμάσαι πως πολλοί άλλοι γύρω μας αντιλαμβάνονται τη ζωή διαφορετικά από εμάς. Ίσως με μεγαλύτερη ευγένεια. Κι αυτοί μας ανέχονται. 


 Χθες, καθώς έτρωγα την σοκολάτα, πέταξα το χαρτί κάτω χωρίς να σκεφτώ πως έτσι βρωμίζω το χώμα. Κι αυτό με ανέχτηκε. Και καθώς το κοίταζα μετά, έμαθα να σέβομαι τη ζωή και τώρα προσέχω. Ευχαριστώ όλους γύρω μου που με ανέχονται καθώς μαθαίνω καινούργια πράγματα. Καθώς μαθαίνω να δέχομαι με υπομονή τον εαυτό μου και τους άλλους. - Μα υπάρχουν στιγμές που ντρέπομαι και απογοητεύομαι. - Αυτές είναι οι στιγμές για αυτοέλεγχο. Κι όταν βρεις καλύτερους τρόπους δράσης, αφήνεις τα παλιά πίσω και μ' ευγνωμοσύνη στην καρδιά προχωράς μπροστά. - Όμως οι άνθρωποι μερικές φορές σε προδίδουν. Στα 70 μου χρόνια έχω νιώσει πολλές φορές τον πόνο της προδοσίας και της εγκατάλειψης. - Ναι, ξέρω τι εννοείς. Κάποτε είχα ξεκινήσει κι εγώ μια βόλτα στο δάσος. Και στη φαντασία μου είχα την εικόνα ενός ξέφωτου γεμάτου φράουλες και βατόμουρα. Είχα πάρει κι ένα καλαθάκι αρκετά μεγάλο για να τα μαζέψω γιατί τρελαίνομαι για φράουλες και βατόμουρα. Η ψυχή μου ήταν γεμάτη προσμονή. Εικόνες διαδέχονταν η μια την άλλη. Ο ουρανίσκος μου ήδη γευόταν το ζουμερό χυμό τους. Και στη μύτη μου ήταν έντονο το άρωμά τους. Κι όταν έφτασα στο μέρος που ήξερα, Θεέ μου καταστροφή!       
Ούτε φράουλες ούτε βατόμουρα. Ούτε καν φραουλιές και βατομουριές. Σαν να είχε περάσει σίφουνας και να τα είχε θερίσει όλα. Τι απογοήτευση! Με μιας πάνε όλες οι εικόνες και τα συναισθήματα.     
Κι ένιωσα για μια στιγμή πόνο και θυμό γιατί δεν βρήκα αυτό που περίμενα και λαχταρούσα, Και κάθισα στο χώμα αναπολώντας με παράπονο την αντανάκλαση της εικόνας της ψυχής μου και τότε έγινε το θαύμα.        
 Εκεί, ανάμεσα στα συντρίμμια, ανακάλυψα τις γλυκοπατάτες. Κι από τότε έμαθα να ψάχνω πιο προσεκτικά στα απομεινάρια, τα αποκαίδια και τις στάχτες και να ανακαλύπτω θησαυρούς. 
 Κάποτε μάλιστα βρήκα και μια χρυσή καρδούλα μέσα στις λάσπες. Να δες την, την φοράω σήμερα.  
- Δηλαδή, μικρή μου σοφή, θέλεις να πεις πως μπορεί να υπάρχουν θησαυροί ανάμεσα στα σκουπίδια;       
- Πάντα. - Και πώς μπορώ να τους βρω; - Πρέπει να θέλεις να ψάξεις. Και να δίνεις απλόχερα γύρω σου.     
Να δίνεις τον χρόνο σου, τη σκέψη σου, τη σιωπή σου, την ευγνωμοσύνη σου.    
 Να μοιράζεσαι ότι έχεις. Να προσφέρεις χωρίς να περιμένεις αντάλλαγμα. Απλά, να είσαι εκεί τη στιγμή, να αφήνεσαι και να περιμένεις. 
Bonsoir .. Και τότε, καθώς ανακαλύπτουμε το θαύμα της ζωής σ' ένα λουλούδι, ένα τραγούδι, μια κίνηση ή μια ματιά, αρχίζουμε να εκτιμάμε την ομορφιά κι έτσι αγαπάμε. 
Γιατί η αγάπη εκτιμά την ομορφιά και την ανακαλύπτει παντού.    
 - Το λες αυτό γιατί είσαι ακόμα παιδί. Εγώ είμαι πια μεγάλος.    
 - Αλήθεια; Κι εγώ σου λέω πως τα πιο καλύτερα παιγνίδια τα παίζω με μια γριά αρκούδα που ζει εδώ παραπέρα.   
 Είναι τόσο ευαίσθητη και τόσο αυθόρμητη που χαίρεται όταν κυλιόμαστε στις λάσπες κι όλο γελά και κάνει πλάκες και δεν ντρέπεται καθόλου όταν τα άλλα ζώα του δάσους μαζεύονται γύρω μας και γελάνε με τα αστεία μας.   
 - Άρα μπορώ κι εγώ να είμαι παιδί ακόμα.    
- Όλοι μας κρύβουμε ένα παιδί και πολλά άλλα πράγματα μέσα μας.  
 Κι όταν αγαπάμε τον εαυτό μας, αγαπάμε και τρέφουμε όλα τα κομμάτια μας. Και τα περιποιούμαστε.      
Φροντίζουμε και καλλιεργούμε τον δικό μας κήπο κάθε μέρα, όπως βλέπω να κάνει η γιαγιά μου με τον λαχανόκηπο στο πίσω μέρος από το σπίτι μας.       
Ξέρεις τι φρέσκα και λαχταριστά είναι τα ζαρζαβατικά της; Δεν έχω φάει καλύτερες σαλάτες!    
Έτσι κι εγώ φροντίζω κάθε μέρα τον κήπο μου και με καλοσύνη απομακρύνω τις σκέψεις που σαν ζιζάνια μπορεί να φυτρώνουν μέσα μου καμιά φορά και ποτίζω με χαρά τα δικά μου λαχανικά. 
 Και να δεις πως στον κήπο μου αυτό έχω πολλούς επισκέπτες: πουλιά, έντομα, σκαθάρια και πασχαλίτσες.     
 Τους αρέσει να έρχονται και να περνάμε καλά μαζί.  
 Όταν αγαπάμε, αυτή η αγάπη ακτινοβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις κι όπως το φως τραβάει τις πεταλούδες έτσι κι αυτή τραβάει κοντά της τους ανθρώπους και τους γεμίζει κι αυτούς μ' αγάπη και περνάμε καλά.  
 - Δηλαδή εσύ έχεις πολλούς φίλους. - Χιλιάδες. Όταν αγαπάς, αγαπάς όλους κι όλα.     
 Δεν είναι δυνατόν να περιορίζεις την αγάπη σ΄ ένα, δυο ή δέκα ανθρώπους σ' όλη σου τη ζωή. Αγαπάς όλους τους ανθρώπους, αυτούς που ξέρεις αλλά κι αυτούς που δεν έχεις συναντήσει ακόμα. - Δεν είναι δύσκολο αυτό;       
 - Όχι. Όταν είσαι πραγματικά αυτό που είσαι, όταν απλώνεις το χέρι σου κι ανοίγεσαι, όταν εμπιστεύεσαι, όταν μοιράζεσαι κι όταν δίνεις και δέχεσαι, όταν λες "σ' αγαπώ", όταν συνδέεσαι με κάθε τι, τότε η ζωή έχει αξία και για σένα και για τους άλλους. Γίνεται ένα υπέροχο ταξίδι ανακάλυψης, μια υπέροχη περιπέτεια γεμάτη ευχάριστες εκπλήξεις, πλούσια σε εμπειρίες και ο κόσμος ξεδιπλώνεται πάντα μπροστά σου με χαρά. - Κι αν οι άλλοι δεν είναι σαν εσένα; - Φαντάσου, παππούλη, σ' όλα τα λιβάδια να φύτρωναν μόνο παπαρούνες. Θα ήταν ωραίες δεν λέω, αλλά πόσα θα χάναμε από την ομορφιά που μας δίνουν τα χαμομήλια, τα κυκλάμινα, τα κρινάκια, τα αγριοτριαντάφυλλα και οι μαργαρίτες!
 Έτσι, εγώ χαίρομαι που έχουμε τόσα πολλά λουλούδια. Και για φαντάσου η παπαρούνα να ζήλευε το αγριοτριαντάφυλλο και να ήθελε να αποκτήσει το άρωμά του! Θα πέθαινε από την προσπάθεια και δεν θα κατάφερνε και τίποτε, στο λέω. Γι' αυτό, λοιπόν, εγώ αγαπώ τους πάντες όπως είναι και δεν θέλω να τους αλλάξω. Kαι καθώς τα έλεγε αυτά, μια χρυσαφένια ηλιαχτίδα κάθισε στο πάνω μέρος του κεφαλιού του γέροντα και μετά χιλιάδες αστραφτερές ηλιαχτίδες τον κύκλωσαν από παντού. Και το πρόσωπο του γέροντα φώτισε κι άρχισε να αλλάζει. Να γίνεται πιο φρέσκο, πιο λαμπερό, πιο νέο. Δεν ήταν πια κουρασμένος. Σηκώθηκε στα πόδια του καθώς μια παρδαλή, χαρούμενη πεταλούδα ήρθε να σταθεί στην άκρη της μύτης του, προκαλώντας τον για παιχνίδι.  
Την κοίταξε με το ίδιο βλέμμα που σαν παιδί χρόνια πολλά πίσω κοίταζε τις πεταλούδες συλλογιζόμενος πόσα άραγε να βλέπουν στα ταξίδια τους.  
1301239Η Μαρία τον σκούντηξε ελαφρά στον αγκώνα γιατί μέχρις εκε
ί τον έφτανε τώρα που είχε σηκωθεί. - Έλα να την ακολουθήσουμε, παππού! Θα μας δείξει τον δρόμο της μεταμόρφωσης. Αληθινή αλχημεία σου λέω. Τώρα είναι η στιγμή, παππού. Kαι λέγοντας αυτά άρχισε να παίζει με την πεταλούδα κι ο γέροντας ξεχνώντας τα πάντα μπήκε στο παιγνίδι. Απ' τα γέλια τους αντήχησε το δάσος. Ο Ήλιος πλημμύρισε με φως. Οι δροσοσταλίδες στα κυκλάμινα στραφτοβολούσαν.  
Το ρέμα δυνάμωσε το τραγούδι του. Τα σκιουράκια χοροπήδαγαν κι αυτά, καθώς ο άλλοτε παππούς χοροπήδαγε σαν δεκάχρονο αγοράκι από δω κι από κει ξελιγωμένος στα γέλια. Κι όλη η Πλάση αντιλαλούσε τα λόγια του καθώς έλεγε και ξανάλεγε: - Σ΄ ευχαριστώ Μαρία-Αγάπη, σ' ευχαριστώ Αγάπη, σ'ευχαριστώ ................................................................    


Το "Μήνυμα της Αγάπης" , το ανακάλυψα τυχαία στο διαδίκτυο στην ιστοσελίδα www.cosmoanelixis.gr. Το παραπάνω γεμάτο σοφία και ευαισθησία παραμύθι για μικρούς και μεγάλους έχει γραφτεί από την ψυχοθεραπεύτρια Όλγα Γκουνή, μου άρεσε πάρα πολύ, με άγγιξε , με φώτισε και το δανείστηκα για να το μοιραστώ μαζί σας , συνοδεύοντάς το με λίγες δικές μου φωτό . Την ευχαριστώ πάρα πολύ !!

"Η αντιστροφή της σκιάς"


Κάποτε γέρνω μελαγχολικά για πράγματα που συνέβησαν εντέχνως, με πρωταγωνιστές κομψές νεανικές ψυχές προσάγουσες να επιλέξουν το βήμα της χειραφέτησης τους, αδυνατώντας ωστόσο να ανταπεξέλθουν λόγο ιδιάζουσας μίξης ανόμοιων υλικών, στη χύτρα της χειραγωγημένης βίβλου.
Γεγονότα που λιθοβολούν την στοιχειώδη λογική σπασμωδικά μεν αλλά με ρυθμό λιωμένης στάλας από αξύριστης εντολής παγωμένη ματιά, μεταμορφώνουν το συναίσθημα από τα όρια ερωτικού ξεσπάσματος χειρουργημένης καρδιάς σε τύφλωση συνείδησης, αποτέλεσμα υστερικής δράσης δίχως μπούσουλα.
Φτασμένα όνειρα χάνουν την παραμυθία τους στο βυθό της έπαρσης, με τα χαμόγελα να εκθέτουν την μολυσμένη ανάσα μη μπορώντας να βρουν το φίλτρο του πόθου, που θα ενθρονίσει το άρωμα στην ζωτική του θέση.
Δικαιώματα απονέμονται σε αδύναμους δικαιούχους, μιας και το σφίξιμο ξεπέρασε τον τοκά αδυνατώντας να ζέψει το περιεχόμενο, πλην απορίας κενού ενδιαφέροντος και καθαυτού άυλης υπόστασης.
Το πλακόστρωτο καταμετράει πόσες πατούσες το ζέσταναν αλλά και πόσες το έφτυσαν, γνωρίζοντας την σταθερότητα που τους παρέχει μέχρι το σημείο επαφής και μόνο, προτού ξεπλυθεί η προσπάθεια από το πρωτοβρόχι της κάθαρσης και ρίξει ο ήλιος την καλημέρα του.
Βασανισμένη και η ακοή ψάχνει στήριγμα στο πεντάγραμμο της με κραυγές και άξεστους κρότους, αλλά και χροιές μελωδικές από πιάνο αγριοτριανταφυλλιάς που αφήνει τις νότες του να ρέουν την πέτρινη σκάλα της ψυχής, στο ολοστρόγγυλο πλινθόκτιστο πηγάδι της αγάπης, λησμονώντας την άνοδο.
Μετρώντας τότε το κομπολόι του χρόνου τους, ζευγαρωμένες πια οι ψυχές, απολαμβάνουν την μέθεξη της φωτισμένης σκιάς, βλέποντας την να λειαίνει τις σκιερές αχτίδες του παρελθόντος σε τούτη την ανυπόστατη μάχη λογικής-συναισθήματος, σταθεροποιώντας τον δείκτη της πλάστιγγας υπέρ μιας λύσης παράλληλης με την πορεία της καθεμιάς.......

η απόσταξη του θυμού που έγινε δάκρυ συγκίνησης......"Μετά την επιστροφή"......

"Νυχτιάς κρίνα"


Τα ανοιξιάτικα βράδια φιλοξενούν την ανασφάλεια της ημέρας, κι ύστερα καταλήγοντας στο μεταίχμιο της αυγής στάζουν δάκρυα που θα τα νιώσει η μέρα θα ποτιστεί κι αν έχει την πνοή των κρυφών πόθων θ'ανθίσει.
Παρόλα αυτά εκείνο που βλέπω ν'ανθίζει είναι η μεταβλητότητα της ψυχικής διάθεσης, καθώς κονταροχτυπιέται με τα ασταθή καιρικά χάδια της εποχής, φτιάχνοντας έναν καμβά που ο καθένας θα ζωγραφίσει με τις δικές του χρωματικές και μη σκέψεις.
Παίρνει λοιπόν η ψυχή το πινέλο της, στύβει τα χρώματα που της απέμειναν και φτιάχνει κάτι περίεργα αφηρημένο, με εκτόπισμα ευλύγιστου συναισθήματος και θέσεις αναμονής για αποταμίευση γιατρικού, που θα χρειαστεί σε κάθε χαρακιά γραμμένη από το μελάνι του έρωτα.
Γυρνάω κι εγώ τον καμβά ανάποδα και τι να δω, η αγάπη φλερτάρει με τον έρωτα, η λογική με το πάθος κι όλα μαζί βασανίζουν ασταμάτητα την ψυχή, την βιάζουν την χαϊδεύουν την δροσίζουν την καίνε την κλωτσάνε την φιλούν την ματώνουν την αγκαλιάζουν.
Πάντα είχα μια αδυναμία στα ανοιξιάτικα κρίνα. Είναι η ίδια αδυναμία που αυγατίζει τον γρίφο της μέθης για την λύτρωση των άκρων. Ωστόσο καθώς τα βλέπω να ζωντανεύουν στον πρωινό ήλιο με την πάχνη να μαλακώνει τους έντονους χρωματικούς τόνους, συλλαμβάνω την αίσθηση ότι το άρωμα είναι το άγγιγμα της πιο θερμής πρωινής αχτίδας στην καρδιά που ψάχνει τον χιτώνα της.
Όσο σπουδαίο το άγγιγμα της φύσης, άλλο τόσο και το αέναο της ψυχής, τούτο το χορταστικό πήγαινε έλα στους νόμους του χάους.
Και οι καρποί της αναζήτησης είναι που με κάνουν να μεταμφιέζομαι σε φυσαλίδα από το αλφάδι του έρωτα, μη μπορώντας να ισορροπήσω στις μουσκεμένες από το δάκρυ ψυχές, που βιώνουν τον πόνο με ένα χαμόγελο ή με ένα καυτό χάδι, ή άλλοτε πάλι με μια λέξη που κυλά ίσαμε τις ρωγμές των χειλιών και δεν ελευθερώνεται στο φως να πετάξει να χαθεί.
Πόνος εκούσιος απίστευτα εθιστικός αλλά αντρίκιος, πόνος βράχος σκαμμένος από την τρικυμία της άνοιξης, ηλιοκαμένος από την λάμψη τούτων των ανοιξιάτικων λουλουδιών, που καρτερούν το χέρι που δεν θα τα κόψει.....

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ


https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgiu5djNNcCstjYanRHnj6AXV4ozPdUwp_vUzuehha9tagmUAf2b5ejs5sY_BXHm6_aFXxkqS7wrK8Q_8vXhSKsKh0LNkBCZgEBOPqjaDVjegQzSVMkq9WTuFj52smT0B8-BHn-0euNUFgy/s1600/anthologia.jpg

Πρόλογος του Γιάννη Η. Παππά στην ανθολογία Επειδή σ'αγάπησα και σ' αγαπώ ακόμη (εκδόσεις Μεταίχμιο)
Στην ερώτηση τι είναι έρωτας, και αγάπη, έχουν δοθεί οι πιο διαφορετικές απαντήσεις. Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι είναι ο έρωτας. Ο καθένας τον βλέπει από την προσωπική του ματιά και δίνει την δική του ερμηνεία. Παραθέτω κάποιες ενδεικτικές αναφορές:
Έρωτας δεν είναι «αυτό ή εκείνο. Είναι αυτό εκείνου και εκείνο αυτού, ο πόλεμος και η ειρήνη, το οιονεί άφατον, η άγρια ηρεμία, η ήρεμη αγριότητα. (Ηράκλειτος)
Η ζωή είναι ένα λουλούδι και ο έρωτας το μέλι του.Ουγκώ

Ο έρωτας μοιάζει με τον αέρα. Δεν ξέρουμε ποτέ από που μπορεί να μας έρθει.Μπαλζάκ

Έρως, ο μη ορισμός! Της φύσεως ο Θεός. Η γλυκύτερη πικρία , η πικρότερη γλυκύτης(Τζιάκομο Καζανόβα)

Ο έρωτας είναι ένα εξαίσιο λουλούδι, που όμως πρέπει να έχεις το θάρρος να πας να το κόψεις στην άκρη ενός φοβερού γκρεμού.Σταντάλ
H αγάπη είναι μία ευτυχία που τρέμει. ( Ομάρ Καγιάμ, Περσία)
H αγάπη φωτίζει με τη λάμψη του παραμυθιού την καθημερινότητα. (Σέλλευ)

Αγαπώ θα πει ΧΑΝΟΜΑΙ.(Ν. Καζαντζάκης )

Μπορεί ο καθένας να δίνει την δική του ερμηνεία για το τι είναι ο έρωτας αλλά, όλοι συμφωνούν ότι ο έρωτας και η αγάπη είναι το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή των ανθρώπων.
Ως κοινό όνομα η λέξη έρως δηλώνει την έννοια της αγάπης, ενώ ως κύριο όνομα (Έρως) τον θεό της αγάπης. Η θέση του Έρωτος ως θεού της αγάπης δεν είναι σαφής ανάμεσα στους 12 θεούς του Ολύμπου, και ο Έρως δεν κατέχει συγκεκριμένη θέση στη μυθολογία, όπως ούτε ο Χάρων. Η ετυμο­λογία του ονόματος του είναι αβέβαιη (έρως, αιολ. έρος < εράειν). Σχεδόν συνώνυμες έννοιες είναι οι Ίμερος και Πόθος, που συχνά παρουσιάζονται επίσης προσω­ποποιημένοι· στην Κλασική Εποχή υπήρχε διά­κριση μεταξύ των τριών εννοιών, γνωστή στους αρχαίους συγγραφείς.
Αντίθετα, οι Αλεξανδρινοί και οι ύστεροι ποιητές χρησιμοποιούν πολύ συχνά και σχεδόν χωρίς διαφοροποίηση τους τρεις όρους. Κατ' αναλογία, οι Λατίνοι χρησιμοποιούν χωρίς δι­άκριση τα Amor, Cupido.
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη λέξη έρως με την έννοια της επιθυμίας γενικά (του τρώγειν, πίνειν, αρέσκειν), αλλά η λέξη δεν δηλώνει θεότητα, ακόμη και όταν αναφέρεται στην ερωτική επιθυμία. Στις γενεαλογίες μνημονεύεται ως μία από τις αρχέγονες, μη γεννημένες δυνάμεις, ενώ μόνο στις ύστερες πηγές παρουσιάζονται γεννήτορές του.
Σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία, ο Έρως προήλθε από το «κοσμικό αβγό», που άφησε η Νυξ στους κόλπους του Ερέβους. Επηρεασμένος από αυτή τη διδασκαλία, ο Ησίοδος στη Θεογονία του τον τοποθετεί μετά το Χάος και τη Γαία, στοιχεία και τα τρία χωρίς γεννήτορες· μετά ακολουθούν οι λοιποί (τιτάνες, θεοί κ.λπ.). Με τον Ησίοδο συμφω­νούν οι Ακουσίλαος και Ίβυκος- και οι δύο (από τις τρεις) γενεαλογίες της Σαπφούς είναι υπέρ μιας κο­σμογονικής προέλευσης του Έρωτος. Δίπλα σ' αυτόν τον κοσμογονικό Έρωτα, προ­βάλλει ο Έρως, θεός της Αγάπης, πάνω από κάθε φύση, θεούς ή ανθρώπους, συνοδός της Αφροδί­της: είναι αυτός στον οποίο αναφέρεται η μεταο-μηρική φιλολογία. Είναι γιος της Αφροδίτης και του Ουρανού (Σαπφώ), υπηρέτης και συνοδός της Αφροδίτης ή γιος της Αφροδίτης και του Άρη (Σι­μωνίδης ο Κείος) ή της Ειλειθυίας (Ωλήν ο Λύκιος), που ταυτίζεται με την Αρτέμιδα, ή της Ίριδος και του Ζέφυρου (Αλκαίος).
Ανάμεσα στους τραγικούς, μόνο στον Ευριπίδη ο Έρως κατέχει ιδιαίτερα εξέχουσα θέση: αναφέρε­ται ως γιος του Διός. Ο Ευριπίδης επίσης διακρίνει αρχικά την ενέργεια του Έρωτος σ' αυτήν που οδη­γεί σε Αρετή και σ' εκείνην που ωθεί στην Αθλιό­τητα. Ανάλογη διάκριση βρίσκουμε και στο πλατω­νικό Συμπόσιο, όπου ο μεν καλός Έρως είναι γιος της Αφροδίτης Ουρανίας, ο δε κακός γιος της Αφροδίτης Πανδήμου.
Ο Πλάτων θεωρούσε ότι ο έρωτας δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια θεία τρέλα, από μια ακατανίκητη επιθυμία να συμπορευθούμε με τους Θεούς, όντες σε παραλήρημα. Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, μια γυναίκα, η Διοτίμα εξηγεί ότι ο έρωτας εκφράζει την ανάγκη και την επιθυμία μας να κατακτήσουμε την αιωνιότητα. Στην αλεξανδρινή ποίηση, οι γενεαλογίες του Έρωτος γίνονται κατεξοχήν φιλολογικό μοτίβο και απαρίθμηση τους βρίσκουμε στον Παυσανία.
Στον Κατάλογο θεών κατά Κικέρωνα διακρίνο­νται τρεις Έρωτες: 1) γιος του ιθυφαλλικού Ερμή και της χθονίας Αρτέμιδος, κόρης του Διός και της Περσεφόνης· 2) γιος του Ερμή και της Αφρογενείας Αφροδίτης- 3) γιος του Άρη και της Αφροδίτης, κό­ρης του Διός και της Διώνης. «Ο έρωτας και ο θάνατος», γράφει ο καθηγητής Δημήτρη Λιαντίνης στο βιβλίο του Γκέμα, «είναι δύο στιγμές απόλυτα μοναδικές για τον καθένα μας. Ποτέ δε γίνεται να ζήσουν δύο άνθρωποι την ερωτική τους βίωση με όμοιο τρόπο. Αλλά με όμοιο τρόπο ποτέ δε γίνεται να ζήσουν και τη βίωση θανάτου. Κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό εκρήγνυται ένας αστέρας supernova. Έτσι, από την άποψη της ουσίας ο έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Έξω από τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε, για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα, τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις, μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι' αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί και ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ίδιου προσώπου».
Το ίδιο, βέβαια, είχε πει χρόνια πριν ο γενάρχης της νεοελληνικής ποίησης Διονύσιος Σολωμός στον Κρητικό: Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Το ένστικτο του θανάτου είναι η αντίθετη ροπή προς το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Ο Έρωτας αντίστοιχα αντιπροσωπεύει μερική κατάργηση της ατομικότητας, εφόσον τείνει να μεταθέσει και να συγχωνεύσει το Εγώ με το ερώμενο αντι-κείμενο. [Ερατοσθένης Καψωμένος , Ο Σολωμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση, έκδοση της Βουλής των Ελλήνων, 1998].
Και ο Γιάννης Ρίτσος στην Σονάτα του Σεληνόφωτος γράφει:
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Ο τρόπος με τον οποίο ο καθένας βιώνει τον έρωτα, την δόξα και σίγουρα τον θάνατο είναι προσωπικός, γι αυτό και μοναχικός. Ιδιαίτερα για τον έρωτα τα συναισθήματα είναι εντελώς ξεχωριστά και εξατομικευμένα. Ο έρωτας είναι η προσπάθεια των ανθρώπων να υπερβούν τον χρόνο , την φθορά που συνεπάγεται το πέρασμα του χρόνου. Όταν ερωτεύονται δύο άνθρωποι αυτό που στην ουσία προσπαθούν, έστω κι αν πολλές φορές δεν το αντιλαμβάνονται, είναι η υπέρβαση της φθοράς, του θανάτου. Ο έρωτας κινητοποιεί την διάθεση για ζωή, ενεργοποιεί δυνάμεις που μένουν κρυμμένες , ανανεώνει τους ανθρώπους και αποτελεί πολλές φορές την θετική διέξοδο από την μίζερη και καταθλιπτική καθημερινότητα. Με την δύναμή του παρασύρει τους ανθρώπους, τους απογειώνει τους ενώνει τόσο, ώστε ο Έρνεστ Χεμινγουέι είχε εμφατικά πει: « Σ΄ αγαπώ τόσο πολύ που θα ’θελα να ’μουν ο εαυτός σου».
Ο έρωτας είναι τυφλός. Δεν γνωρίζει τάξεις, οικονομική κατάσταση, φύλο, ηλικία, γεωγραφικούς περιορισμούς. Οι άνθρωποι ερωτεύονται, λατρεύουν τον ενθουσιασμό της αναζήτησης του άλλου, το πάθος και τη μαγεία, και μισούν την ανασφάλεια, την αβεβαιότητα και την απομυθοποίηση. Ερωτεύονται για να ζήσουν την αμοιβαιότητα, για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους, για να βιώσουν την αγωνία και το απρόβλεπτο, για να κάνουν τη ζωή τους όμορφα πολύπλοκη. Ξέρει κανείς πως είναι ερωτευμένος, όταν δύο πράγματα τον συντρίβουν. Η παρουσία του (της) και η απουσία του (της). Ο Έρωτας διώχνει της ανθρώπινη μοναξιά, ο έρωτας συνυφαίνεται με τον συνάνθρωπο, με τον Άλλο, ο οποίος πολλές φορές υπάρχει τόσο μέσα μας όσο και δίπλα μας. Γι’ αυτό και στον έρωτα ο άνθρωπος πρέπει να «δίνεται» με όλο του το είναι.
Γι αυτό και ο έρωτας είναι μια επαναστατική πράξη. Οι εξεγερμένοι φοιτητές του Μάη του ’68 λέγανε σε ένα σύνθημά τους «Όσο περισσότερο κάνω έρωτα τόσο περισσότερο θέλω να επαναστατώ, όσο περισσότερο επαναστατώ, τόσο περισσότερο θέλω να κάνω έρωτα». Βέβαια, με την έννοια ότι ο έρωτας αποτελεί μια συλλογική συμπεριφορά. Όποιος δεν έχει νιώσει στην ζωή του μια φορά τη δύναμη του ερωτικού συναισθήματος, δεν μπορεί να νιώσει την δύναμη της ζωής.
Γι αυτό οι πιο «επικίνδυνοι» άνθρωποι είναι οι ανέραστοι, αυτοί που δεν αγάπησαν ποτέ τους , αλλά ούτε και αξιώθηκαν να αγαπηθούν. Και η ποίηση τι σχέση έχει με όλα αυτά. Μα η ποίηση είναι μια κατεξοχήν ερωτική πράξη. Ο έρωτας υμνήθηκε από τους ποιητές από την αρχαιότητα και συνεχίζει να υμνείται και σήμερα.
Στις μέρες μας, δυστυχώς, έχουμε υποτιμήσει την αξία του έρωτα, καθώς υιοθετήσαμε την εκχυδαϊσμένη ηδονιστική πλευρά του. Δυστυχώς, ο έρωτας σήμερα βιώνεται ως στείρα ηδονή και χάθηκε η ομορφιά του. Στην εποχή μας, στην εποχή της τεχνολογίας, όπου φαίνεται να κατακερματίζονται όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί, ο Έρωτας περισσότερο από κάθε άλλη σχέση με τον άλλον εμφανίζεται ως μια έντονη λατρεία της υποκειμενικότητας ήτοι έμπλεος ιδιοτέλειας και ναρκισσισμού. Ο έρωτας έχασε σήμερα την ιερότητά του και την ανατρεπτικότητά του, γιατί ο σύγχρονος άνθρωπος βρήκε νέες αξίες , κινούμενος από άγχος και ματαιοδοξία. Αυτές της πολιτικής ανέλιξης, της πρόσβασης στην εξουσία, της δόξας, του πλουτισμού. Πώς να βρεθεί χρόνος να ξοδέψει κανείς το σώμα του και την ψυχή του; Γιατί πρωτίστως αυτό είναι ο έρωτας: το ξόδεμα, το να δίνεις ανιδιοτελώς την πιο αρχέγονη αγωνία σου στην αγωνία του άλλου. (Γιώργος Σταματόπουλος, Έρωτας ανθρώπου μύησις, Καστανιώτης 2001).
Στην ανθολογία που κρατάτε στα χέρια σας, προσπάθησα να συμπεριλάβω τα καλύτερα, κατά την γνώμη μου, ερωτικά ποιήματα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί έπρεπε να επιλέξω συγκεκριμένο αριθμό ποιημάτων από μια πολύ μεγάλη ποιητική βιβλιογραφική βάση, η οποία ξεκινάει από τον Όμηρο και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.
Στην ανθολογία δεν συμπεριέλαβα πολλούς σύγχρονους ζώντες ποιητές, όχι γιατί δεν έχουμε ποιητές που γράφουν ερωτικά ποιήματα σήμερα, κάθε άλλο θα έλεγα, αλλά γιατί θα χρειαζόταν οι διπλάσιες σελίδες για να συμπεριληφθεί ένα μοναχά μικρό μέρος αυτού του υλικού. Με τις σκέψεις αυτές σας εύχομαι καλή, ερωτική, ανάγνωση.

Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

μονάχα Ψυχή


Τα πανό αντηχούσαν φτηνά παρδαλά λόγια κάτω απ' τον παράδοξο ήλιο.
"Χειμώνιασε μπάρμπα!" φώναξε κατά τον ουρανό γεμάτος αγανάκτηση ένας νεαρός. Τα μάτια του είχαν διπλασιαστεί την τελευταία ώρα από τα χημικά και τον έτσουζαν. Κοιτιόταν όμως συχνά στον καθρέφτη της βιτρίνας και του άρεζε. Ένιωθε πως έπαιζε έναν σπουδαίο. Κόκκινο το χρώμα της χαράς. Κόκκινο το χρώμα του έρωτα. Κόκκινο το χρώμα του αίματος. Επανάσταση τώρα!
Οι ντουντούκες ανακατεύαν τα συνθήματα και τα ξαναέριχν
αν μια και δυο και τρεις. Καμιά τους δεν κατάφερνε να φέρει εξάρες σερί. Δεν κέρδιζες τίποτα έτσι μα να, καμιά φορά και η γνώση πως έχεις καλοτυχία τουλάχιστον είναι όφελος. Για την καλή σου διάθεση.
"Φτωχική και τούτη η επανάσταση φίλε!" κούνησε το κεφάλι ένας από τους άλλους νεαρούς, αυτούς που κρατούσαν τα μαυροκόκκινα λάβαρα. Έμοιαζε αχτένιστος και νευρικός. Στην τσέπη του παντελονιού του μια επώνυμη φίρμα έβγαζε μάτι. Παρακαταθήκη ναι. Μια επανάσταση για μια ψηλή καρέκλα. Αντιπαροχή. Έτσι γινότανε αυτά. Κάτι έδινες κάτι έπαιρνες. Αλίμονο στους αθώους.
Το ποτάμι του κόσμου όλο και τράνευε. Καθώς διάβαινε ορμητικό πιτσίλιζε με σάλιο και λέξεις όσους στεκότανε παράμερα. "Θαρρούν πως θα ζήσουν αυτοί!" κάγχασε ένας Άλλος με άφθονο τζελ στο μαλλί. Μα ένα έντομο μέσα του τον δάγκανε από ώρα σε ώρα χωρίς συνενοχή.
-----
Απ' την αντίπερα όχθη της ζωής Ένας. Ηλικία αδιευκρίνιστη, καρδιά αδιαπραγμάτευτη. Έπινε τσίπουρο στον ήλιο λογαριάζοντάς τον για συνδαιτημόνα. Από καιρό εις καιρού έκοβε μια ακρούλα σύννεφο για μεζέ ή μάζευε μια χούφτα χώμα. Απ' τα πλευρά του φυτρώναν λιόδεντρα και κυπαρίσσια. Και πάνω στον δεξί του ώμο ανάσταινε μια μικρούλα ροδιά. Αγρίμια σωρό κατοικούσαν στο βλέμμα του. Λύκοι, τσακάλια, αρκούδες καφετιές. Κι ελάφια. Πολλά ελάφια που δρασκελούσαν τη Γνώση με γοργά, δαντελένια άλματα. Κανένας δεν κυνηγούσε κανέναν. Κι η θάλασσα μουρμούριζε τα παρακαλεστικά της.
"Μονάχα Ψυχή. Τίποτα άλλο δεν έχουμε να μοιράσουμε. Όλα για όλους είναι. Ο Αρχιμάστορας για όλους μερίμνησε. Κανέναν δεν αδίκησε κανέναν δε λησμόνησε. Ανάμεσα ουρανού και γης κατοικεί η πιο τρανή σοφία. Μα ξεχαστήκαμε και τρέχουμε αλλού γι' αλλού."
Μπορεί και να έβρεχε λίγα και ξαφνικά. Μα εκείνος σαν άγαλμα σμιλεμένο απ' τα χρόνια καθότανε ακίνητος θαρρείς και στοχαζότανε για ώρες.
"Μονάχα Ψυχή γιε μου. Τίποτα άλλο δεν μας απόμεινε πια. Κι ένα βιβλίο ανοιχτό. Να βγαίνεις στο παραθύρι του και να σπουδάζεις τον κόσμο."
---------------------------

Το εγώ το εσύ, το τίποτα

Το εγώ το εσύ, το τίποτα



Κι όμως, έχουμε υπάρξει μαζί σ’ ένα σύμπαν παράλληλο. Σε χρόνους μηδενικούς.
Θυμάσαι;
Τότε που παλεύαμε να δαμάσουμε τα σύννεφα. Τότε που καβαλούσαμε ανέμους. Τότε που η σάρκα μας έσφυζε από κόκκινο αίμα και θεϊκές αστραπές.
Υπήρξαμε. Μαζί. Θυμάσαι;
Τρίζαν φωτιές και θάματα στο άγγιγμα. Ξερνούσαν οι αιώνες απολιθώματα αγίων αντοχών. Οι «διαφορετικοί» καλλιεργούσαν μυρωδάτους λωτούς. Σε ταίζαν στο στόμα σα μωρό. Κι έβλεπες με τα μάτια της ανάγκης.
Σε χρειάζομαι, σου είπα. Θυμάσαι;
Ματώναν τα χείλια, τα μη φιλημένα κι οι λέξεις σπαρταρούσαν σαν σε αγκίστρι πιασμένα ψαράκια. Έγλειφα το αίμα της στερνής τους ανάσας και ζωγράφιζα πολιτείες με πράσινα σπιτάκια και δρόμους κόκκινους. Να σκορπά ο ήλιος στο νυχτέρι του και να τον ψάχνουμε ως το πρωί. Δυο φορές αγκαλιασμένοι.
Δε χανόμαστε, μου είπες. Εμείς.
Στο εγώ και στο εσύ, σιωπηρή λιτανεία.
Εμείς στο ποτέ, στο πουθενά και στο πάντα. Εμείς στα νερά, στα κύματα, στους ξεγδαρμένους τοίχους και στα τσιμεντένια πεζούλια. Στις πολεμίστρες του κάστρου και στα σιωπηλά καμπαναριά. Στον βυθό που δεν περπατήσαμε. Στους βράχους που μας χτύπησαν. Στα φανάρια που αργήσαν και στα πλοία που δεν φανερωθήκανε ποτέ. Εμείς στην ψυχρούλα του ξημερώματος, στον κάματο του μεσημεριού, στην λιγούρα του απογεύματος. Εμείς στη Μεγάλη Άρκτο και στον Σκορπιό. Εμείς στης Κασσιόπης τα μέλλοντα. Εμείς.
Στο εγώ και στο εσύ, μυστικός αναστεναγμός.
Στων κοριτσιών τα λευκά προσκεφάλια, όνειρο παρθενικό του Αυγούστου. Στο ανατρίχιασμα της επιδερμίδας μυστικό φιλί. Στης ισορροπίας το  ασημένιο νήμα. Εμείς. Ρομαντικοί ερασιτέχνες της πιο επικίνδυνης ακροβασίας.
Το εγώ, το εσύ, το τίποτα. Εμείς όλα.

Καλύτερα ένα τρομερό τέλος, παρά ένας τρόμος χωρίς τέλος

 
 
 
 
Τρέμω. Τρομάζω και τραντάζομαι. Κουτρουβαλώ και χάνομαι. Σε μιαν άβυσσο χωρίς τέλος. Μες την άσπρη δίνη μιας άχρωμης πραγματικότητας, που φαντάζει τόσο χαώδης και κενή σαν τη ρουφήχτρα του κόκκινου άνεμου που σε σηκώνει και σε ταλαντώνει και σε κάνει να φωνάζεις και να χτυπιέσαι και να στριφογυρνάς χωρίς τέλος.
Στέλνω τη φωνή μου εκεί που δεν θα με ακούσουν. Γιατί δεν μπορώ να την στείλω εκεί που θα με ακούσουν. Γιατί δεν θέλω να με ακούσουν και αν τυχόν και μ ακούσουν πάλι θα φοβάμαι τι είναι αυτό που άκουσαν από μένα. Γι αυτό δεν θα τους κάνω τη χάρη να μάθουν τι χρώμα έχει η φωνή μου ούτε να ακούσουν τους ήχους που θα βγουν απ τις μωβ νότες που θα βγάλω. Πάντα μου έλεγες να μην μιλάω δυνατά και να μην φωνάζω μη τυχόν και μ ακούσουν και με δουν και μιλήσουν ύστερα για μένα και για τα κρυφά μου και τα απόκρυφά μου. Κι εγώ άκουγα και ήξερα πως πιεζόμουν και στένευαν τα όριά μου, τα όρια που είχα θέσει για τον εαυτό μου και που τώρα προσπαθώ να τα ανοίξω και να τα κάνω όσο πιο ελαστικά γίνεται μα και πάλι φοβάμαι πού μπορεί να πάει όλο αυτό και ποιος θα με δει και θα με γνωρίσει κι αν θα με αναγνωρίσει δεν θα θέλω να ξέρω τι θα σκεφτεί γι αυτό που θα δει.
Γι αυτό σιωπώ και βηματίζω, φωνάζω και τρέχω μες τη βροχή δίπλα απ τις γραμμές του τρένου περιμένοντας το σιδερένιο θεριό να περάσει και να μην μ ακούσουν που μιλάω, που παραμιλάω, που ουρλιάζω επειδή έφυγα και ίδια δεν θα γίνω και δεν θα ξαναείμαι αυτό που ήμουν αλλά θ αναρωτιέμαι γι αυτό που γίνομαι και αν μ αρέσει και αν το θες κι εσύ , αλλά δεν με νοιάζει τόσο για σένα πια κι ούτε για την άθλια τη γνώμη σου, αλλά αν θα το γουστάρω εγώ και κατά πόσο θα μπορώ να το δείχνω όπως και όποτε το θέλω.
Τρόμος συνεχής και σκέψεις ατέλειωτες, μες τη δίνη της ρουφήχτρας, αυτής της καθημερινής πραγματικότητας που με βουλιάζει και άπατη με πάει σε ορίζοντες μακρινούς και χαώδεις χωρίς επιστροφή, χωρίς γυρισμό και χωρίς μέλλον. Μέλλον για τι ; και με ποιον; Και πότε; Και με τι; ΄Εξω στο σύμπαν το καθάριο με τα δεκατέσσερα φεγγάρια και τους πέντε ουρανούς, εκεί στην άβυσσο της καυτής άμμου που αιωρείται και χύνεται και την πιάνω και φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου σαν το νερό απ τη βρύση που στάζει θάνατο. Τρόμος χωρίς τέλος και τρέμουλο και ρίγος στην καρδιά και στις αισθήσεις και συ να χάνεσαι σε μια ωμή φαντασίωση και χαίρομαι που δεν θέλω να γυρίσεις.
Το τέλος θα έρθει με τρόμο ή χωρίς και θα το χαρώ πέφτοντας και σκίζοντας τις σκέψεις μου, ξεσκίζοντας το περιτύλιγμα που κουβαλώ χρόνια και με κούρασε και με βαρέθηκε, διαλύοντας ένα τίποτα μέσα στην έννοια του κενού. Κι αν σχηματιστώ ξανά θα είναι μέσα από όνειρο, από άσπρες κλωστές γαλαξία και φως από το απέραντο του πουθενά ή του κάπου. Αλλά σχηματισμένη ξανά , φωνή δεν θα χω για να σου πω τον τρόμο τον καινούργιο που θα γεννηθεί μαζί μου, κι ίσως έτσι είναι καλύτερα γιατί ως δικαιολογία θα έχεις τον κρότο της σιωπής μου και γω θα πετώ γύρω σε όλα, κυκλωμένη ξανά και ξανά από το τρέμουλο του απόλυτου σκορπίσματος που θα είναι γύρω μου και μέσα μου και πάνω μου και θα μοιάζω ΄Ανοιξη μες τον Χειμώνα, έτσι παράταιρη και κόκκινη χωρίς την αίσθηση του κρύου ή του μόνου…

Με αφορμή μια προσφώνηση

 
 
 
Νεράιδά μου…». Όμορφο ακούγεται! Έτσι με είπε σήμερα ένα ακόμη φάντασμα, μια ακόμη ανδρική ύπαρξη που αγνοώ και θα συνεχίσω να αγνοώ. Και ’γω να κοιτάω το κενό και να καρφώνομαι σε άδεια γράμματα. Τι θέλω; Επιβεβαίωση; Πόση ποια; Και γιατί;
Μετράω δευτερόλεπτα μπροστά στην άδεια οθόνη, μετράω στιγμές σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει, προσθέτω λέξεις σε θαλασσί φόντο, φτιάχνω νοήματα, πλέκω ιστορίες με αγνώστους με σκοπό το τίποτα.
Λάθος σκέψη και λάθος πορεία ζωής, προορισμός για το πουθενά μέσα σε μια μαύρη θάλασσα χωρίς κύματα , χωρίς ανάσα και χωρίς ίχνος αληθινής ζωής. Πιάνομαι από λέξεις κι από ψεύτικες κουβέντες, από ιδρωμένα κορμιά κι από μάτια αόρατα, από κορμιά χωρίς ψυχή και από χαμόγελα ανύπαρκτα.
Προδομένη απ’ όλους και απ’ όλα μέσα στο άδειο δωμάτιο υφαίνω όνειρα, καβαλάω άλογα λευκά και πιάνομαι από κλωστές ενός υποτιθέμενου φεγγαριού. Ακτίνες ήλιου που μισώ έρχονται και καρφώνονται και τις αποδιώχνω ορίζοντας μια μουντή εικόνα από ανύπαρκτους εραστές. Και όλοι νομίζουν πως ξέρουν να επιβάλλουν και να επιβάλλονται, να ορίζουν και να καθορίζουν , να σταματούν και ξανά να προχωρούν. Και όλα είναι ψεύτικα, παράλογα και παρανοϊκά και το ξέρω πως τίποτα δεν γίνεται και δεν μπορεί ν αλλάξει και γι’ αυτό συνεχίζω και στροβιλίζομαι και σταματημό δεν έχω γιατί στην ουσία δεν θέλω να φύγω από πουθενά. ΄Η ξέρω πως δεν έχω την δύναμη να το κάνω, γι’ αυτό έμπλεξα σε έναν παράλληλο κόσμο που νομίζω πως με θέλει και τον θέλω , με αποζητά και τον αποζητώ, και είμαι δέσμια της φυλακής που μόνη μου έχτισα τα κάγκελα.
Δεν θα φύγω ποτέ, κι αν φύγω θα είναι για κάπου που θα μοιάζει με το τώρα, μόνο που θα το ονομάζω αλλιώς, θα του δώσω άλλη φωνή κι άλλη υπόσταση, μα στην ουσία θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με τούτο το σάπιο πράγμα που με κατατρώει. Και θα πνίγομαι και θα φωνάζω, και θα ρουφιέμαι και θα αναστενάζω , πότε από ανεκπλήρωτα πάθη ή από υποτιθέμενους έρωτες και πότε από μίσος για τον ίδιο μου τον εαυτό και λατρεία για το άπιαστο.
Και θα μείνω έτσι να με θυμούνται σαν αυτόματο τρένο σε ράγες για το πουθενά, ένα εξπρές με ταχύτητα φωτός που τρέχει στην γη ενώ είναι πλασμένο για τον ουρανό…

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ

 
 
 
Παιχνίδια του μυαλού. Παιχνίδια στο χθες και στο τώρα. Παιχνίδια στο αύριο. Παιχνίδια με νικητές και ηττημένους. Παιχνίδια χωρίς νικητές και χωρίς ηττημένους. Στο κει, στο αλλού και στο δήθεν. Στο κάποτε στο πού και στο γιατί. Και συ ανάμεσα. Να παίζεις και να σε παίζουν. Να θες και να σε θέλουν. ΄Η να νομίζεις πως θες και να κάνεις και τους άλλους να νομίζουν πως θέλουν.
Μαριονέτα στα χέρια του άγνωστου, του αέρα και του ψίθυρου. Και να παραδίδεσαι γιατί έχεις καιρό να παραδοθείς. Γιατί αν σου φύγει το σκοινί θα βρεθείς να πετάς στο άπειρο. Και λοιπόν; Μήπως είναι καλύτερο το άπειρο; Εκεί που δεν σε ορίζουν και δεν πας πουθενά; Και γιατί είναι ανάγκη να πηγαίνεις; Θέατρο της φυγής και ηθοποιός και σκηνοθέτης εσύ. Με θεατή το είναι σου που συνεχώς αλλάζει. Κάθε φορά το έργο σου είναι αλλιώς. Πουλημένη παράσταση στα χέρια του κενού. Και να βαράς παλαμάκια γιατί δεν ξέρεις να κάνεις αλλιώς.
Μέχρι που σηκώνεσαι ένα πρωινό κι αρχίζεις να κλωτσάς τα άδεια καθίσματα. Και να φυσάς τη σκόνη απ’ το πάτωμα. Και να αλλάζεις ρούχα στο ανύπαρκτο κοινό σου. Με το ίδιο σου το πρόσωπο να χαμογελά και να κλαίει ταυτόχρονα. Με τον προβολέα πάνω σου και πάνω στη σκηνή. Και στη πλατεία. Με φορεσιές να αλλάζουν γιατί οι ρόλοι σου το απαιτούν. Ποτέ ο ίδιος ρόλος. Ποτέ η ίδια φορεσιά.
Κι ένα χαμόγελο να σκάει για καληνύχτα. Και μια σελήνη κίτρινη στο χρώμα που μισείς. Και τα σκοινιά να παίζουν ακόμη και να κρέμονται και συ να νομίζεις πως ακόμα σε ορίζουν. ΄Η έτσι να νομίζουν εκείνοι που τα κρατούν. Κι αναρωτιέσαι. Αλήθεια, τα κρατούσε ποτέ κανείς; Και πότε; Και για πόσο; Μα δεν θες να πάρεις ή να δώσεις απάντηση.
Φυσάς ένα φτερό από πάνω σου και ξέρεις πως δεν θα το δει κανείς. Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να το δει. Κι αν σου λέει πως το είδε, ξέρεις πολύ καλά πως δεν θα τον πιστέψεις. Και αν κάποιος σε μάθει, θα ξέρει πως τα ίδια πράγματα δεν πρέπει να τα κάνει ποτέ. Γιατί είσαι αλλιώς. Γιατί θέλεις να γίνεις κι άλλο. Γιατί τα αερικά δεν πατούν εδώ. Πετούν στο πέρα…

ΑΦΗ





Χέρια πλεγμένα
ψηλαφούν
αλήθεια ζεστή
και λέξεις άδηλες
στις υποδόριες
απολήξεις
της παλίρροιας
μένει στο ελάχιστο κενό
να τρέμει νοτισμένο
το ανείπωτο.

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

ξέχασε απλά....

ξέχασε απλά....

είναι ο λόγος της σιωπής
η σιωπή και ο λόγος της
ο λόγος έχει σιωπή
η σιωπή σιωπά λέγοντας
κλαίγοντας ο λόγος, που σιωπά

αφιερωμένη αλλοπρόσαλλη Στιγμή, 10:12 μ.μ. του Σαββάτου του δυο χιλιάδες δέκα τρία