Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Έρωτα Θανάτου ..


..λένε την ενσυναίσθηση του μάταιου οι ξεχωριστοί καλοδεχούμενοι κάθε στιγμή καλή ή ζόρικη 
που έρχεται στη ζωή τους.




Όταν σανιδώνεις το συναίσθημα ρισκάρεις.. 







αλλά δε σε νοιάζει η συντριβή 
γιατί είναι άξιος ο άνθρωπος 
ανεξαρτήτου φύλου και φυλής 
που με ψυχή συνθέτει το παζλ της αγάπης
με τα κομμάτια της καρδιάς του.





Καληνύχτα ξένε.





Σε ένιωσα πάλι σήμερα 
ανάμεσα στα χνάρια του μάταιου 
να κοιτάς στην ψυχή μου.
Σε θυμήθηκα.
Χαμένος μέσα σου ήσουν και τότε. 
Θολωμένο σε συνάντησα 
στην άκρη μιας αφερέγγυας υπόσχεσης 
να μουσκεύεις τη βροχή.
Στα πόδια σου μια πικραμένη απαντοχή
μάζευε ασυμβίβαστους νοτιάδες


Τίποτα δεν άλλαξε..Την ίδια χαρμολύπη 
κουβαλούν πάντα τα βήματα μου..
κι η επίγνωση επιμένει: 


Σαν μετρηθούν ξανά οι σιωπές
θα βγουν νομοτελειακές οι συντέλειες.



Tο όνειρο της Μ.




Αναγκάστηκα να χτυπήσω πιο δυνατά την πόρτα.
Η τύπισσα, αγουροξυπνημένη, ήταν γυμνή και κάπνιζε
Μια οδοντογλυφίδα,
Κακό κουσούρι σκέφτηκα,
Μπορεί να την καταπιείς καμιά φορά, της λέω.
Χαμογέλασε
Και κατάπιε την οδοντογλυφίδα.
Ανατρίχιασα και κοίταξα πίσω προς το δρόμο,
Συννεφιασμένο πρωινό Παρασκευής.
Θα στέκεσαι για ώρα εκεί, με ρωτάει
Ξαφνικά ένιωσα φόβο
Και ίσως μοναξιά
Ψηλάφισα στην τσέπη μου το πακέτο
Με τα λιωμένα τσιγάρα
Η φωνή μου είχε ένα τρέμουλο παιδικό
Δεν ξέρω τι να κάνω, της λέω
Δεν πιστεύεις σε αυτά κι όμως ήρθες, μου λέει
Σκότωσα έναν άνθρωπο σήμερα, της κάνω
Συνέχισε, μου κάνει και ξύνει το μάγουλό της
Είναι ωραία, σκέφτομαι
Την έπιασα με άλλον και την σκότωσα
Δεν   
     Ξέρω
            τι να κάνω
                          μάγισσα
Βάζω ένα λιωμένο τσιγάρο στο στόμα
Σκέτος καρκίνος αυτό το πράγμα, μου λέει
Και βάζει το χέρι της βαθιά μέσα στο λαιμό
Κάνει να ξεράσει και βγάζει μια οδοντογλυφίδα
Αρχίζει να την μασάει πάλι
Αρχίζει να γελάει
Θέλω να την σκοτώσω
Θέλω να της κάνω έρωτα
Δεν σκότωσες κανέναν μου κάνει, γελώντας
Είσαι ο φόβος στο μυαλό μιας γυναίκας που κοιμάται
Δίπλα σου.
Δεν σκότωσες κανέναν
Είσαι απλά ο φόβος της κι εγώ ο καθρέπτης σου.
Ξύπνησα
Είχα ξεχάσει την οδοντογλυφίδα στο στόμα μου.
Ο Η. κοιμάται δίπλα μου.
Λέει ότι με αγαπάει
Αλλά ώρες ώρες…
Θεέ μου πόσο άσχημη είμαι στα όνειρά μου.

Μωβ χαλάσματα




Ήμουν κάποτε η ψυχή της παρέας
-          Είπα στον εαυτό μου -
Τώρα βλέπω τα παλιά στο ταβάνι
Βλέπω και τη ψυχή μου.
Έχουμε κάπως αλλάξει
Έγινε ιδιότροπη όλο γκρίνια.
Σκαρφαλώνει εκεί ψηλά
Και με αρνείται.
Μόνο όταν της τραγουδάω μερεύει
Και κατεβαίνει.
Η νύχτα σκύβει πάνω μου
Σαν θάλασσα κι όλο με ρωτά
Ηλίθιες ερωτήσεις
Που πονάνε.
Οι γυναίκες πονάνε.
Μα μην τους το πεις
Θα περηφανεύονται όπως οι μύγες
Πάνω από τα ψοφίμια
Ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου.
Το τραγούδι ήρθε στο μυαλό από τα χαλάσματα
Το πάπλωμα ήταν μωβ
Και ήσουν κουλουριασμένη με αυτό
Σε μια γωνιά.
Είχε μια αναθεματισμένη ζέστη
Όπως απόψε,
Ίσως πιο πολύ.
Έκλαιγες κι έλεγες διάφορα λογικά πραγματάκια
Λογικά όλα
Κανείς δε σε κατηγόρησε.
Βγήκα από τα χαλάσματα λειψός.
Περπάτησα στην πόλη
Για ώρα,
Περπάτησα χρόνια,
Μεγάλωνε το σώμα
Ωρίμαζε
Άλλαζε κι η πόλη.
Εκείνο το μωβ δωμάτιο που σε αγάπησα
Τσαλακώθηκε
Έγινε μουτζούρα
Έγιναν χαλάσματα.
Έγινε πληγή στα μάτια
Και ποίηση στην καρδιά.
Έγινε τραγούδι.
Η ψυχή μου ήρεμη
Θαρρώ πως κατεβαίνει σιγά σιγά.
Έρχεται προς τα κάτω.

Σίριαλ αγάπης και φόνου




Κάποιος επέβλεπε πέρα από τον φράχτη ενώ οι άλλοι σέρνανε τα κομμάτια από χαλκό στις πλάτες τους, έκανα τα στραβά μάτια κι ας με κατάλαβαν εκείνοι, κοντοστάθηκαν και με ζύγισαν, δεν ήμουν τέτοιο καρφί, τους άφησα να κάνουν τη δουλειά τους και συνέχισα τη δική μου. Με κατάλαβαν κι αυτοί, δεν θέλανε φασαρίες βραδιάτικα, με άφησαν να συνεχίσω μέσα στη βροχή.
Υπήρχε κι εκείνος ο γέρος με τη φυσαρμόνικα ένα στενό πιο δίπλα τους, έπαιζε που και που κάποιον ήχο, του φωνάζανε όμως από πάνω κάτι κυράτσες με όμορφα βαμμένα νύχια και ξανθά μαλλιά, με χοντρές κοιλιές και πεσμένα βυζιά, αυτές με την έτοιμη ατάκα ΄΄δεν μ αρέσει η θάλασσα, προτιμώ το βουνό’’ και συ αν είσαι συμβιβασμένος αποδέχτης όλων των σκατών της καθημερινότητας, αποδέχεσαι και αυτό και χαμογελάς ευγενικά στην οικτρή ατάκα τους περί βουνών – και ίσως πεις κι ένα καλό κοπλιμέντο του στυλ ΄΄μμμ σας αρέσουν πιο εναλλακτικά μέρη, πιο ίσως ψαγμένα…’’
Μα είναι αστείο και το ξέρεις, αν είσαι τρελός απλά τις φτύνεις στην μάπα και στρίβεις ή απλά ξερνάς στο επόμενο στενό, ή απλά γίνεσαι ο γέρος με τη φυσαρμόνικα που παίζει που και που θλιμμένες νότες και τον βρίζουν οι κυράτσες από τα γύρω παράθυρα, μια του πετάει μήλο, μια άλλη λέει για αστυνομίες, μετά όμως μαζεύονται σιγά σιγά και κουρνιάζουν στους καναπέδες τους καθώς αρχίζουν τα σίριαλ αγάπης και φόνου και ανεκπλήρωτου έρωτα, προέκταση των βιβλίων που διαβάζουν τα μεσημέρια ή πριν κλείσουν το φως και γυρίσουν πλάτη στον ευνουχισμένο σύζυγό τους – αγάμητες άλλο ένα βράδυ κλιμακτηριακό – αυτών των βιβλίων με τα πανομοιότυπα εξώφυλλα  - μια γυναίκα πανέμορφη, το πρόσωπό της, ένα πέπλο και μια θάλασσα ή ένα ηλιοβασίλεμα – αυτών των βιβλίων με τα χαμένα καλοκαίρια, τους χαμένους έρωτες, τα διλήμματα της Σίλβιας και της τάδε άλλης γκόμενας, αυτά με τις τόσες χιλιάδες ανατυπώσεις και πορδές ψευτοερωτισμού και προβληματισμού, που γράφουν άλλες χειρότερες αγάμητες κυράτσες.
Είναι είδος τελικά και παίζει να είναι και το κυρίαρχο πάνω στη γη. Στην χώρα αυτή σίγουρα. Οι αγάμητες κυράτσες κυβερνούν, καθορίζουν τα πάντα, καθορίζουν τα ράφια, τις διαφημίσεις, τα σεντόνια που θα κοιμηθείς, τις ειδήσεις που θα δεις, τις ΜΚΟ που θα ιδρυθούν, τις ΜΚΟ που θα διαλυθούν, τα όνειρα που θα κάνουν τα παιδιά τους, τα όνειρα που θα σκοτώσουν τα παιδιά τους.
Απομακρύνομαι με την φυσαρμόνικα να με συνοδεύει, μπαίνω στο θέατρο, είναι κάτι σαν υπνωτικό με δόση κουλτούρας το έργο, κοιτάζω γύρω μου, τις βλέπω παντού καθώς εκτελούν το έργο του Παπαδιαμάντη, όλες είναι εκεί, φκιασιδωμένες τίγκα, χαζεύουν με βλέμμα 1000 σοφών το έργο που εγώ δεν καταλαβαίνω, που με ξενίζει γιατί δεν είναι αυτό που διάβασα στο βιβλίο και ναι είμαι ιδιότροπος αλλά δεν με αγγίζει και ξεφυσάω εδώ και κεί, ιδρώνω. Μια με κεραυνοβολεί με βλέμμα αυστηρό, την αγνοώ

Η παραμόρφωση που έγινα στην πορεία



Κυνηγάμε χίμαιρες, το ξέρω
Έτσι που να λες κάποια στιγμή
Γιατί τα κάνω όλα αυτά -
Η φωνή μέσα μου ίσως είναι αέρας με σκόνη
Τυλίγει σε μια παραμόρφωση τα πρόσωπα γύρω μου,
Μα πρώτα σπάζω τους καθρέπτες
Γιατί αυτό που βλέπω δεν είμαι εγώ,
Δεν είμαι αυτός που ξεκίνησα να γίνω,
Είμαι η παραμόρφωση που έγινα στην πορεία,
Είμαι ένας άλλος μισός,
Ένα τραβηγμένο Ο σε μια σκοτεινή γωνία.
Γιατί τα κάνω όλα αυτά;

Βουλιάζοντας μέσα σου



Το μέρος όπου θα πεθάνω
Το αγγίζω ψηλαφητά με το νου,
Είναι ένα σώμα γυναικείο,
Αλειμμένο με αρωματικό λάδι.
Είναι μια πλάτη απαλή με καμπύλες
Που τραβάν προς τα κάτω
Κι ενώνονται και τέμνονται,
Μπερδεύονται σε ένα κύκλο ζωής.
Αυτό άλλωστε έκανα από πάντα,
Άγγιζα την όψη του θανάτου,
Πάλευα να καταλάβω
Χωρίς να βλέπω τα χαρακτηριστικά του.
Νόμιζα διάφορα, νόμιζα θάλασσες,
Περίεργες λίμνες και βουνά,
Σεληνιακά τοπία βυθισμένα στη φαντασία.
Αλλά είναι γυναίκα,
Είναι η πλάτη μιας γυναίκας
Κι όσο κοντοζυγώνει ο καιρός να φύγω
Τόσο γίνεται ο χρόνος μια βεβαιότητα,
Ένα βαρίδι γκριζωπό που με τραβάει
Προς τα κάτω,
Προς το σκοτάδι,
Εκεί που όλα τέμνονται,
Εκεί που όλες οι καμπύλες τελειώνουν.

Κάνε μια ευχή




                                       

Το αστέρι έπεσε και ξεστόμισες μια ευχή,
Όσο και αν προσπαθείς δεν θα το προλάβεις.
Μα αν είναι κάτι να καεί ας καεί αυθόρμητο, 
Όταν είναι να βγει από τα χείλη – κι ας μην βγει όλο.
Γύρω από το πρόσωπό σου χόρευε συρτάκι ο γαλαξίας,
Ή ο ένας του βραχίονας μάς αγκάλιαζε στοργικά.
Μα εμένα πάντα μου έμενε τελευταία η οργή σε όλα
Κι όπως σε έβλεπα να με χαϊδεύεις στα πόδια σου,
Να αιωρούνται από πάνω μου τα μαλλιά σου,
Ήθελα να σε πνίξω βαθιά μες στη θάλασσα τη μαύρη
Εκεί μέσα στα βράχια να σε σφηνώσω σαν μαρμαρωμένη γοργόνα
Άλλων εποχών
Κι εκεί να με περιμένεις μέχρι να γεράσω
Μέχρι να γνωρίσω κι άλλες αγάπες
Για να καταλάβω στο τέλος το σφάλμα, να νοσταλγήσω εσένα
Που με καρτερούσες πάντα σε μια θάλασσα, 
Να νοσταλγήσω εσένα τη μοναδική αγάπη. 
Και γέροντας πια
Και ηττημένος,
Με τα πλευρά να πασχίζουν να σκίσουν το δέρμα μου,
Γέροντας να μπω σαν υπνωτισμένος μες στη θάλασσα
Ένα βράδυ με πεφταστέρια,
Να ψιθυρίζω το όνομά σου καθώς βουλιάζω σιγά σιγά
Καθώς με σπασμούς θα κοιτάω για τον βράχο που σε είχα κρύψει
Λίγο πριν ξεστομίσω αργοπορημένος την τελευταία μου ευχή
Και φτάσει σαν μια μεγάλη φυσαλίδα στην επιφάνεια του νερού…

Δεν είναι εδώ


Ο κόσμος έδωσε μια στροφή
Μέτρησα 30 μέρες από τότε
Και ίσως αυτός ο μήνας είναι ο Χειμώνας
Που ήρθε εμβόλιμα σε κείνο το καλοκαίρι
Λες και φταίγαμε για τα πάντα εμείς.
Από τότε που μπήκε το κρύο στην ζωή μου
Σκοντάφτω πάνω σε πλακόστρωτο από λάθη
Κι ατέλειωτες ασυναρτησίες
Κι ατέλειωτα ''αν''
Σκεπάζομαι το βράδυ από αναμνήσεις
Ψιθυρίζω στους τοίχους το όνομά σου
Κι αυτοί μηχανικά μου απαντάνε
''Δεν είναι εδώ''
Χαϊδεύω την μορφή σου στα όνειρά μου
Για να χαθεί μεμιάς όταν την αγγίζω
Για να ξυπνάω παγωμένος  
Στο σκοτάδι
Να νιώθω στα ακροδάχτυλα το κρύο του τοίχου
Να μένει μετέωρο το χέρι στο αέρα
Και να φεύγει για τα αστέρια εκεί ψηλά

Άλλος είναι αναστεναγμός.
Στην Α.

Η Κραυγή







Λογικέψου

ο ήλιος έσταζε την αλμύρα στα βράχια
και από τότε πέρασαν 20 χρόνια και βάλε
από την Κραυγή,
όπως την βρήκανε στα φύκια μπλεγμένη
αίμα και ιώδιο και αλάτι
και άμμος στα μαύρα μαλλιά της,
χρυσές γραμμές θανάτου

και γω διάβαινα πάνω τους ακροβατώντας
μια ζωή και κάτι

ανάμεσα σε πόλεις και μεταθέσεις και δυάρια επιπλωμένα,
σε ποτά και γυναίκες δήθεν χαμογελαστές
σχηματίζοντας το πρόσωπό της σε θαμπά απο την υγρασία παράθυρα,
σε βρώμικα τζάμια αστικών

πρόσωπα κουβάρι φύκια βρεγμένων περαστικών,
μυρίζουν όλοι αλμύρα και ιώδιο
κι όπως ξημερώνει πάλι σε αυτή την πόλη
ο ήλιος σκάει πάνω στα βράχια
τυφλώνει το βλέμμα του μικρού παιδιού
καθώς τρομαγμενο γυρνάει τα μάτια αλλού

20 χρονών και βάλε παιδί

η γραβάτα πνίγει το λαιμό

δρόμοι χρυσές γραμμές θανάτου από το νησί,

στη μέση της Αθήνας

η Κραυγή.

Βαθύς γλυκός ωκεανός










Δίσταζα μήνες να πλησιάσω το κενό κι όταν το έκανα
Αυτο ξέρασε από κει μεσα χιλιάδες μαύρα περιστέρια,
Φεύγοντας ψηλά προς τον ήλιο και το αύριο.

Μου κρατάς το χέρι σε μια πόλη άδεια από γεμάτους δρόμους,
Πεζοδρόμια, ανθρώπους και φωνές κραυγές.

Τα περιστέρια τα ζωγραφισες μαύρα, μου λες θλιμμένα,
Και γω σου απαντώ, είναι γιατί ετσι νιώθω μωρό μου.
Και γνέφεις θλιμμένα.

Κουβαλώ σε κάθε τόπο που πηγαίνω έναν αλλον εαυτό
Που μοιάζει να μην ζει πια.
Τον κλειδώνω σε περίσσιο δωματιο και πετώ τα κλειδιά
Σε έναν βαθύ γλυκό ωκεανό.

Σε κοιτάζω με το ημίφως του δρόμου που μπαίνει από τα στόρια,
Κοιμάσαι όμορφη ημίγυμνη σε λευκά σεντόνια,
Με ένα μαξιλάρι αγκαλιά,
Και σκέφτομαι πως σε αντίκρυσα τις πρώτες φορές.

Ήσουν σκεπασμένη με φύκια και αλμύρα
Και μια θάλασσα σαν πέπλο απλωμένη στα πόδια σου ακίνητο σεντόνι,
Σε ζωγράφισα με λέξεις μεσα στο μυαλό μου
Κι η καρδιά εγνευσε καταφατικά σιωπηρή
Κι έγινε ένα μικρό ποίημα,μετά από χρόνια...
Μετά από χρόνια άκουσα γέλιο στο άλλο το κλειστό δωματιο.


Τα πρωινά φεύγω για τη δουλειά,
Ο βαθύς γλυκός ωκεανός χάνεται ανάμεσα μας,
Καθώς ετοιμάζω καφέ και βάζω τα πράγματα στη τσάντα μου,
Σου δίνω το τελευταίο φιλί στο μέτωπο
Και γεύομαι αλμύρα.

Και πάντα περνώ από τον άλλο μου εαυτό...

Το βραδυ ξυπνάς και ακροβατείς προς αυτόν
Ψάχνεις το κλειδί σε βυθούς άγνωστους αλλά μάταια -
Και ξέρω τι κανεις αγάπη μου.

Κάθε πρωί ακολουθώ τα νερά από τα βήματα σου,
Φτάνω στη πόρτα και αφουγκράζομαι,
Νιώθω το φιλί σου στο ξύλο της πόρτας,
Ακουμπάω απαλά τα χείλη μου εκει..
Αλμύρα.

Ο κόσμος είναι όλος ένας βαθύς γλυκός ωκεανός
Κι εμείς οι δυο εραστές που ψάχνουν ένα κλειδί
Στους άγνωστους βυθούς του,
Ανάμεσα σε αστικά ναυάγια και κουφάρια ονείρων μιας ζωής.



(Στην Α.)