Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2015

Ήχοι από άρπες μαγικοί… στη κοιλάδα των ονείρων,

Ήχοι από άρπες μαγικοί…
στη κοιλάδα των ονείρων,
αρμονία, υπερκόσμια μελωδία,
τις σκέψεις ταξιδεύουν, νοερά
σε κόσμους... εξωτικούς.
Η νύχτα έγινε φωτόλουστη…
απ' την ολόλαμπρη σου παρουσία,
με χάδι αιθέριο αγγίζω το κορμί σου,
καθώς μες στ' αστρικά σου μάτια, θωρώ...
την συμπαντική ολότητα.
Εσύ που ήρθες στη καρδιά μου…
αφού πρώτα σ’ αντίκρισα γυμνή,
στα αστρικά τα όνειρα μου…
πάνω σε δυο ίππους να ‘ρχεσαι…
με καβαλάρη τον ήλιο,
τα μεταξένια σου μαλλιά…
βαμμένα ήταν στο χρώμα της αγάπης,
κι από αστερόσκονη πλασμένα…
στη νεραιδοχώρα μια φορά,
από την δροσοπηγή των χειλιών σου
μέλι χρυσοκίτρινο έσταζε…
και γίνονταν λέξεις αμάραντες
βγαλμένες απ’ τα άδυτα της ψυχής.
Τα μάτια μου πότε δε θα κλείσω…
μπρος στην ολόλευκη θωρία κι αρετή,
αγνάντεμα μαγευτικό, στη νεραϊδένια ύπαρξη,
καθώς το χέρι σου τ' απαλό βαστώ…
καθότι ποτέ να μη σε χάσω…
στα μονοπάτια των παθών.
Νεράιδα μου, αγία οπτασία…
θέα μου κι ευλαβική λατρεία,
υποκλίνομαι με σέβας, δοξαστικά
στην ανυπέρβλητη σου ομορφιά…
και στην αστείρευτη γοητεία,
μες στου απείρου την καρδιά.

© Πάρης Παπανικολάου

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Ονομάζομαι Μαγδαληνή






Oνομάζομαι Mαγδαληνή. τρεις ζω ζωές. τρεις λάμες ζωής είμαι ζωσμένη. έχω έναν έρωτα-περίστροφο στον κρόταφο. τον καίω με φωτιές. με βλέψεις ιερές τον διαβάζω. τον καταπίνω με επιθυμίες άφθαρτες. κάθε που πονώ σπαράγματα τυλίγουν το μυαλό. π' αναδίδει ομίχλη και σκιές. που πυρά και στάχτες σκορπίζει. 
ο καιρός της ομίχλης σαν έρχεται βυθίζομαι. μέσα της αθέατη βυθίζομαι. η ομίχλη είναι για να τη βαδίζεις αναδιφώντας. ν’ απλώνεις τα χέρια σου και τα κρυμμένα της ν' αγγίζεις. να σε στηρίζει. ως το κόκκαλο να σε ποτίζει. να φυτρώνουν στο κεφάλι σου μαλλιά ανταριασμένα. σύννεφα μαύρα καταιγίδας. να φυτρώνουν στο κεφάλι σύννεφα. τα βράδια της ομίχλης στο παράθυρο κάθομαι. βλέπω τις σκιές. αυτών που πολύ αγάπησα μα που τώρα έχουν πεθάνει. άλλοι έρχονται κολλάνε στα τζάμια το πρόσωπο. με κοιτούν ανήσυχοι για λίγο. άλλοι έρχονται μέσα στο δωμάτιο. άλλοι τραβούν κατά την ανατολή. σ’ ένα σπίτι αγέρωχο πηγαίνουν. τυλιγμένο με κισσούς και κόκκινα φυλλώματα. μου γνέφουνε οι αγαπημένες σκιές. κοντοστέκονται στην είσοδο και γνέφουνε. κάποια νύχτα ομιχλώδη θα ξεχαστώ και θα τις ακολουθήσω. τα πόδια μου θα πατήσουν το χώμα το υγρό. θα ρίξουνε ρίζες βαθιές. δέντρο αειθαλές θα κορμιάσω. θα φυλλώσουν και θ’ ανθίσουν τα χέρια μου. θα πίνω νερό απ’ την πηγή της λήθης. θα φιλιώσω με τους δαίμονές μου. το δαιμόνιο γένος μονάχα μελέτημα θα γίνει. 
σαν έρχεται ο καιρός της σκιάς από μοβ ανεμώνες βρίθω. κοίτα τα πέταλά μου. κοίτα τους κάμπους μου. την ανυπόμονη καρδιά μου. βλέπεις; παιδί νάρκη. γυναίκα ουρανός. διχαλιάζει η γλώσσα μου σαν φίδια την τρώνε. δροσίζονται τα μάτια μου σκιές σαν τα δαγκώνουν. άλλοτε η θάλασσα σύννεφα. άλλοτε τρικυμία ο ουρανός. σαν μ’ αρπάζει στον ύπνο η σκιά φωνές ακούω. στα πόδια μου δεν έχω θάλασσα. στο κεφάλι δεν έχω ουρανό. μόνο κάτι πουλιά ξεχασμένα έρχονται να κοιμηθούν στις παλάμες μου. που σαν τα βλέπω αναστατώνομαι. μου ξυπνούν τη νοσταλγία των μεγάλων ταξιδιών. λίγο πριν ξημερώσει τα φτερά τους μου χαρίζουν και φεύγουν περπατώντας. 
τις μέρες της πυράς και της στάχτης στέκει η θάλασσα δεξιά. αριστερά οι σκιές. στέρνες πηγάδια στοές συθέμελα τρίζουν. αντάρα ο κόσμος όλος. κρύβεται ο ήλιος. καπνοί παίρνουν σχήμα άμαξας. την σέρνουν άλογα εφτά. έρχεται λέγω. καταφτάνει ο δια πυράς μου θάνατος. τις ώρες τούτες σε γλωσσοκοπία καταδικάζονται οι σοφοί προφήτες. μια μυστική αγέλη καταραμένων τους δρόμους γεμίζει. σύναξη στις πλατείες γίνεται των ασεβών. που σέρνοντας έρχονται. ντυμένοι τα σκισμένα. τις μέρες της πυράς η τρίμορφη ζωή μου στάχτη γίνεται. αναγεννιέται πάλι τις νύχτες τις ολόφωτες. από ρωγμές ανάμεσα. ταξιδεύει. συναντιέται με τις σκιές που ξεγλιστρούν αθόρυβα στους δρόμους. 
ονομάζομαι Μαγδαληνή. πιστέψτε με. ως λάμες τρεις ζω τις τρεις ζωές μου.

Τα νερά των βροχών - Βίκυ Δερμάνη


dermani27.jpg
Αλέξιος Μάινας
 
 
Εκκρεμότητες


Μαύρες τουλούπες καπνού
σκεπάσανε την πόλη
ένα κορίτσι με μάτια πελώρια
τρέχει στα σύννεφα
ένας γέρος κρύβει ψίχουλα ξερά
στις διαλυμένες τσέπες του
φτάνουν ως το λιμάνι
φτάνουν ως τα πλοία
ως τα ξάρτια φτάνουν
οι μαύρες τουλούπες καπνού
που σκέπασαν την πόλη

καιροφυλακτούσες έχιδνες
κατέλαβαν τους δρόμους
κλίβανοι διοξίνης απλώθηκαν
στων βουνών τους πρόποδες
ακρωτηριασμένα δελφίνια
στης θάλασσας το ρίγισμα
κλαίνε απαρηγόρητα
αφήνοντας πίσω τους
εκκρεμότητες κι αφρούς


Στην τρύπα ενός αυτιού


Τη νύχτα κείτεσαι  ασάλευτος
απορημένα κοιτώντας ολόγυρα
μη γνωρίζοντας μην κατανοώντας
γιατί αφέγγιστη του άδικου η σφαίρα
γιατί γεννήθηκες δούλος αλώνητος
πώς κόκκινο το πάτωμα βάφτηκε
πού πήγαν άραγε τα τόσα πιάτα
τα τόσα ραγισμένα ποτήρια
γιατί η ανάσα σου μυρίζει θυμάρι
γιατί τα ρούχα έτσι παράξενα παλιώσανε   
γιατί οι κάλτσες τρύπες γινήκανε λαγών

θυμάσαι πως εδώ δεν είναι η χώρα των θαυμάτων
σαν ξημερώματα τα μάτια σου ληθαργικά περνάνε
από το πτώμα της Αλίκης στη χώρα των τραυμάτων
από τα λείψανα μιας πεταλούδας άσπρης και ωραίας
τότε που τα πόδια τα ξύλινα ριζώνουν και πονούν
που το στόμα οργισμένα φτύνει των ανέμων τις φωνές
τότε που πέφτεις μόνος σου στην τρύπα ενός αυτιού


Το χέρι και η κόρη


Λύκοι ως νικητές στεφανηφόροι
επευφημούμενοι απ’ της αγέλης τα πλήθη
τα κοφτερά τους δόντια δείχνανε
σ’ ένα φεγγάρι χλωμό και φοβισμένο
σε τοίχο κάτασπρο ένα πουλάκι κόκκινο
του ξίφους μάθαινε την τέχνη
απ’ το παράθυρο εν μέσω της νυχτός μια κόρη
τα ποδοβολητά άκουγε των μανιασμένων ταύρων

έβλεπε η κόρη η ως ρόγα σταφυλιού ατρύγητη
στου δρόμου τη γωνιά ένα μάτι να παραμονεύει
μια κανάτα να χύνει κρασί στη μεγάλη λεωφόρο
ένα γραμμόφωνο στη μέση να περιστρέφει τον ήλιο
από μπροστά του να περνούνε τρεις διαβάτες
ρίχνοντας στον δίσκο τον τσίγκινο ό,τι προαιρούνταν
ο ένας διαβάτης περνά και ρίχνει ένα δάχτυλο
ο άλλος ρίχνει λίγα ξερά βερίκοκου κουκούτσια
ο τελευταίος απ’ τους τρεις ρίχνει το τεχνητό του πόδι

λίγο μετά απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
χέρι έρημο πήδηξε στο δωμάτιο
την κόρη αγκάλιασε σφιχτά
και έτσι μαζί ξαπλώσανε στο ξέστρωτο κρεβάτι


Η Βίκυ Δερμάνη ζει κι εργάζεται στην Αθήνα. Έχει εκδώσει ποιητικές συλλογές: Πάνε χρόνια που σαν αγρίμι (ΑΩ 2009), Λέξεις βρύα της ψυχής (ΑΩ 2010), Με μια φλόγα όπως πάντα (ΑΩ 2012), Πικροί ως άψινθος καρποί (ΑΩ 2013), Έρωτας κραταιός ως θάνατος (ΑΩ 2014).

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

στην Κ. vol.2υπαρχεις;

στην Κ. vol.2

σε ειδα.ησουν παλι εκει.πιστη σε ενα ραντεβου που δε δοθηκε ποτε.σε μια αορατη συναντηση.το πληθος απομακρυνεται.το μονο που παραμενει ειναι η μορφη σου.απιστευτο.    ερχονται ωρες που φτανω στο σημειο να αμφισβητω ακομα και την υπαρξη σου.ειναι περιεργο.σαν να μας ενωνει καποια αορατη κλωστη.η σχεση μας βασιζεται πληρως στην τυχαιοτητα.ομως δε μπορω να εξηγησω με τιποτα αυτη τη σιγουρια.τη σιγουρια πως οταν κλεισω τα ματια μου θα εισαι ξανα εκει.υπαρχεις;

chaos



Μια σκέψη.Μία απλή σκέψη,μπορεί να αλλάξει όλη σου τη ζωή.Κάθε σκέψη,είτε αυτή προέρχεται απ' το συνειδητό,είτε απ'το υποσυνείδητο,είτε ακόμα κι απ'το ασυνείδητο αποτελεί την πηγή μίας πράξης.Μία πράξη που με τη σειρά της έχει συνέπειες.Οι οποίες με λογική ή άλλες φορές όχι τόσο συνέχεια επιφέρουν το αποτέλεσμα.Ένα αποτέλεσμα που άλλες φορές είναι ασήμαντο και άλλες καθοριστικό για τη ζωή σου..Ένα αποτέλεσμα που δε θα ήταν ίδιο αν δεν είχες κάνει τη σκέψη.Ή την πράξη.Τα πάντα έχουν μία ροή.Βασίζονται σε μία συνέχεια.Φαντάσου τα σαν ένα ποτάμι.Το κάθε τι,όσο μικρό κι αν φαίνεται,μπορεί να αλλάξει μια για πάντα αυτή τη ροή.Αυτή λοιπόν είναι η θεωρία του ΧΑΟΥΣ.