Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

μονάχα Ψυχή


Τα πανό αντηχούσαν φτηνά παρδαλά λόγια κάτω απ' τον παράδοξο ήλιο.
"Χειμώνιασε μπάρμπα!" φώναξε κατά τον ουρανό γεμάτος αγανάκτηση ένας νεαρός. Τα μάτια του είχαν διπλασιαστεί την τελευταία ώρα από τα χημικά και τον έτσουζαν. Κοιτιόταν όμως συχνά στον καθρέφτη της βιτρίνας και του άρεζε. Ένιωθε πως έπαιζε έναν σπουδαίο. Κόκκινο το χρώμα της χαράς. Κόκκινο το χρώμα του έρωτα. Κόκκινο το χρώμα του αίματος. Επανάσταση τώρα!
Οι ντουντούκες ανακατεύαν τα συνθήματα και τα ξαναέριχν
αν μια και δυο και τρεις. Καμιά τους δεν κατάφερνε να φέρει εξάρες σερί. Δεν κέρδιζες τίποτα έτσι μα να, καμιά φορά και η γνώση πως έχεις καλοτυχία τουλάχιστον είναι όφελος. Για την καλή σου διάθεση.
"Φτωχική και τούτη η επανάσταση φίλε!" κούνησε το κεφάλι ένας από τους άλλους νεαρούς, αυτούς που κρατούσαν τα μαυροκόκκινα λάβαρα. Έμοιαζε αχτένιστος και νευρικός. Στην τσέπη του παντελονιού του μια επώνυμη φίρμα έβγαζε μάτι. Παρακαταθήκη ναι. Μια επανάσταση για μια ψηλή καρέκλα. Αντιπαροχή. Έτσι γινότανε αυτά. Κάτι έδινες κάτι έπαιρνες. Αλίμονο στους αθώους.
Το ποτάμι του κόσμου όλο και τράνευε. Καθώς διάβαινε ορμητικό πιτσίλιζε με σάλιο και λέξεις όσους στεκότανε παράμερα. "Θαρρούν πως θα ζήσουν αυτοί!" κάγχασε ένας Άλλος με άφθονο τζελ στο μαλλί. Μα ένα έντομο μέσα του τον δάγκανε από ώρα σε ώρα χωρίς συνενοχή.
-----
Απ' την αντίπερα όχθη της ζωής Ένας. Ηλικία αδιευκρίνιστη, καρδιά αδιαπραγμάτευτη. Έπινε τσίπουρο στον ήλιο λογαριάζοντάς τον για συνδαιτημόνα. Από καιρό εις καιρού έκοβε μια ακρούλα σύννεφο για μεζέ ή μάζευε μια χούφτα χώμα. Απ' τα πλευρά του φυτρώναν λιόδεντρα και κυπαρίσσια. Και πάνω στον δεξί του ώμο ανάσταινε μια μικρούλα ροδιά. Αγρίμια σωρό κατοικούσαν στο βλέμμα του. Λύκοι, τσακάλια, αρκούδες καφετιές. Κι ελάφια. Πολλά ελάφια που δρασκελούσαν τη Γνώση με γοργά, δαντελένια άλματα. Κανένας δεν κυνηγούσε κανέναν. Κι η θάλασσα μουρμούριζε τα παρακαλεστικά της.
"Μονάχα Ψυχή. Τίποτα άλλο δεν έχουμε να μοιράσουμε. Όλα για όλους είναι. Ο Αρχιμάστορας για όλους μερίμνησε. Κανέναν δεν αδίκησε κανέναν δε λησμόνησε. Ανάμεσα ουρανού και γης κατοικεί η πιο τρανή σοφία. Μα ξεχαστήκαμε και τρέχουμε αλλού γι' αλλού."
Μπορεί και να έβρεχε λίγα και ξαφνικά. Μα εκείνος σαν άγαλμα σμιλεμένο απ' τα χρόνια καθότανε ακίνητος θαρρείς και στοχαζότανε για ώρες.
"Μονάχα Ψυχή γιε μου. Τίποτα άλλο δεν μας απόμεινε πια. Κι ένα βιβλίο ανοιχτό. Να βγαίνεις στο παραθύρι του και να σπουδάζεις τον κόσμο."
---------------------------

Το εγώ το εσύ, το τίποτα

Το εγώ το εσύ, το τίποτα



Κι όμως, έχουμε υπάρξει μαζί σ’ ένα σύμπαν παράλληλο. Σε χρόνους μηδενικούς.
Θυμάσαι;
Τότε που παλεύαμε να δαμάσουμε τα σύννεφα. Τότε που καβαλούσαμε ανέμους. Τότε που η σάρκα μας έσφυζε από κόκκινο αίμα και θεϊκές αστραπές.
Υπήρξαμε. Μαζί. Θυμάσαι;
Τρίζαν φωτιές και θάματα στο άγγιγμα. Ξερνούσαν οι αιώνες απολιθώματα αγίων αντοχών. Οι «διαφορετικοί» καλλιεργούσαν μυρωδάτους λωτούς. Σε ταίζαν στο στόμα σα μωρό. Κι έβλεπες με τα μάτια της ανάγκης.
Σε χρειάζομαι, σου είπα. Θυμάσαι;
Ματώναν τα χείλια, τα μη φιλημένα κι οι λέξεις σπαρταρούσαν σαν σε αγκίστρι πιασμένα ψαράκια. Έγλειφα το αίμα της στερνής τους ανάσας και ζωγράφιζα πολιτείες με πράσινα σπιτάκια και δρόμους κόκκινους. Να σκορπά ο ήλιος στο νυχτέρι του και να τον ψάχνουμε ως το πρωί. Δυο φορές αγκαλιασμένοι.
Δε χανόμαστε, μου είπες. Εμείς.
Στο εγώ και στο εσύ, σιωπηρή λιτανεία.
Εμείς στο ποτέ, στο πουθενά και στο πάντα. Εμείς στα νερά, στα κύματα, στους ξεγδαρμένους τοίχους και στα τσιμεντένια πεζούλια. Στις πολεμίστρες του κάστρου και στα σιωπηλά καμπαναριά. Στον βυθό που δεν περπατήσαμε. Στους βράχους που μας χτύπησαν. Στα φανάρια που αργήσαν και στα πλοία που δεν φανερωθήκανε ποτέ. Εμείς στην ψυχρούλα του ξημερώματος, στον κάματο του μεσημεριού, στην λιγούρα του απογεύματος. Εμείς στη Μεγάλη Άρκτο και στον Σκορπιό. Εμείς στης Κασσιόπης τα μέλλοντα. Εμείς.
Στο εγώ και στο εσύ, μυστικός αναστεναγμός.
Στων κοριτσιών τα λευκά προσκεφάλια, όνειρο παρθενικό του Αυγούστου. Στο ανατρίχιασμα της επιδερμίδας μυστικό φιλί. Στης ισορροπίας το  ασημένιο νήμα. Εμείς. Ρομαντικοί ερασιτέχνες της πιο επικίνδυνης ακροβασίας.
Το εγώ, το εσύ, το τίποτα. Εμείς όλα.

Καλύτερα ένα τρομερό τέλος, παρά ένας τρόμος χωρίς τέλος

 
 
 
 
Τρέμω. Τρομάζω και τραντάζομαι. Κουτρουβαλώ και χάνομαι. Σε μιαν άβυσσο χωρίς τέλος. Μες την άσπρη δίνη μιας άχρωμης πραγματικότητας, που φαντάζει τόσο χαώδης και κενή σαν τη ρουφήχτρα του κόκκινου άνεμου που σε σηκώνει και σε ταλαντώνει και σε κάνει να φωνάζεις και να χτυπιέσαι και να στριφογυρνάς χωρίς τέλος.
Στέλνω τη φωνή μου εκεί που δεν θα με ακούσουν. Γιατί δεν μπορώ να την στείλω εκεί που θα με ακούσουν. Γιατί δεν θέλω να με ακούσουν και αν τυχόν και μ ακούσουν πάλι θα φοβάμαι τι είναι αυτό που άκουσαν από μένα. Γι αυτό δεν θα τους κάνω τη χάρη να μάθουν τι χρώμα έχει η φωνή μου ούτε να ακούσουν τους ήχους που θα βγουν απ τις μωβ νότες που θα βγάλω. Πάντα μου έλεγες να μην μιλάω δυνατά και να μην φωνάζω μη τυχόν και μ ακούσουν και με δουν και μιλήσουν ύστερα για μένα και για τα κρυφά μου και τα απόκρυφά μου. Κι εγώ άκουγα και ήξερα πως πιεζόμουν και στένευαν τα όριά μου, τα όρια που είχα θέσει για τον εαυτό μου και που τώρα προσπαθώ να τα ανοίξω και να τα κάνω όσο πιο ελαστικά γίνεται μα και πάλι φοβάμαι πού μπορεί να πάει όλο αυτό και ποιος θα με δει και θα με γνωρίσει κι αν θα με αναγνωρίσει δεν θα θέλω να ξέρω τι θα σκεφτεί γι αυτό που θα δει.
Γι αυτό σιωπώ και βηματίζω, φωνάζω και τρέχω μες τη βροχή δίπλα απ τις γραμμές του τρένου περιμένοντας το σιδερένιο θεριό να περάσει και να μην μ ακούσουν που μιλάω, που παραμιλάω, που ουρλιάζω επειδή έφυγα και ίδια δεν θα γίνω και δεν θα ξαναείμαι αυτό που ήμουν αλλά θ αναρωτιέμαι γι αυτό που γίνομαι και αν μ αρέσει και αν το θες κι εσύ , αλλά δεν με νοιάζει τόσο για σένα πια κι ούτε για την άθλια τη γνώμη σου, αλλά αν θα το γουστάρω εγώ και κατά πόσο θα μπορώ να το δείχνω όπως και όποτε το θέλω.
Τρόμος συνεχής και σκέψεις ατέλειωτες, μες τη δίνη της ρουφήχτρας, αυτής της καθημερινής πραγματικότητας που με βουλιάζει και άπατη με πάει σε ορίζοντες μακρινούς και χαώδεις χωρίς επιστροφή, χωρίς γυρισμό και χωρίς μέλλον. Μέλλον για τι ; και με ποιον; Και πότε; Και με τι; ΄Εξω στο σύμπαν το καθάριο με τα δεκατέσσερα φεγγάρια και τους πέντε ουρανούς, εκεί στην άβυσσο της καυτής άμμου που αιωρείται και χύνεται και την πιάνω και φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου σαν το νερό απ τη βρύση που στάζει θάνατο. Τρόμος χωρίς τέλος και τρέμουλο και ρίγος στην καρδιά και στις αισθήσεις και συ να χάνεσαι σε μια ωμή φαντασίωση και χαίρομαι που δεν θέλω να γυρίσεις.
Το τέλος θα έρθει με τρόμο ή χωρίς και θα το χαρώ πέφτοντας και σκίζοντας τις σκέψεις μου, ξεσκίζοντας το περιτύλιγμα που κουβαλώ χρόνια και με κούρασε και με βαρέθηκε, διαλύοντας ένα τίποτα μέσα στην έννοια του κενού. Κι αν σχηματιστώ ξανά θα είναι μέσα από όνειρο, από άσπρες κλωστές γαλαξία και φως από το απέραντο του πουθενά ή του κάπου. Αλλά σχηματισμένη ξανά , φωνή δεν θα χω για να σου πω τον τρόμο τον καινούργιο που θα γεννηθεί μαζί μου, κι ίσως έτσι είναι καλύτερα γιατί ως δικαιολογία θα έχεις τον κρότο της σιωπής μου και γω θα πετώ γύρω σε όλα, κυκλωμένη ξανά και ξανά από το τρέμουλο του απόλυτου σκορπίσματος που θα είναι γύρω μου και μέσα μου και πάνω μου και θα μοιάζω ΄Ανοιξη μες τον Χειμώνα, έτσι παράταιρη και κόκκινη χωρίς την αίσθηση του κρύου ή του μόνου…

Με αφορμή μια προσφώνηση

 
 
 
Νεράιδά μου…». Όμορφο ακούγεται! Έτσι με είπε σήμερα ένα ακόμη φάντασμα, μια ακόμη ανδρική ύπαρξη που αγνοώ και θα συνεχίσω να αγνοώ. Και ’γω να κοιτάω το κενό και να καρφώνομαι σε άδεια γράμματα. Τι θέλω; Επιβεβαίωση; Πόση ποια; Και γιατί;
Μετράω δευτερόλεπτα μπροστά στην άδεια οθόνη, μετράω στιγμές σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει, προσθέτω λέξεις σε θαλασσί φόντο, φτιάχνω νοήματα, πλέκω ιστορίες με αγνώστους με σκοπό το τίποτα.
Λάθος σκέψη και λάθος πορεία ζωής, προορισμός για το πουθενά μέσα σε μια μαύρη θάλασσα χωρίς κύματα , χωρίς ανάσα και χωρίς ίχνος αληθινής ζωής. Πιάνομαι από λέξεις κι από ψεύτικες κουβέντες, από ιδρωμένα κορμιά κι από μάτια αόρατα, από κορμιά χωρίς ψυχή και από χαμόγελα ανύπαρκτα.
Προδομένη απ’ όλους και απ’ όλα μέσα στο άδειο δωμάτιο υφαίνω όνειρα, καβαλάω άλογα λευκά και πιάνομαι από κλωστές ενός υποτιθέμενου φεγγαριού. Ακτίνες ήλιου που μισώ έρχονται και καρφώνονται και τις αποδιώχνω ορίζοντας μια μουντή εικόνα από ανύπαρκτους εραστές. Και όλοι νομίζουν πως ξέρουν να επιβάλλουν και να επιβάλλονται, να ορίζουν και να καθορίζουν , να σταματούν και ξανά να προχωρούν. Και όλα είναι ψεύτικα, παράλογα και παρανοϊκά και το ξέρω πως τίποτα δεν γίνεται και δεν μπορεί ν αλλάξει και γι’ αυτό συνεχίζω και στροβιλίζομαι και σταματημό δεν έχω γιατί στην ουσία δεν θέλω να φύγω από πουθενά. ΄Η ξέρω πως δεν έχω την δύναμη να το κάνω, γι’ αυτό έμπλεξα σε έναν παράλληλο κόσμο που νομίζω πως με θέλει και τον θέλω , με αποζητά και τον αποζητώ, και είμαι δέσμια της φυλακής που μόνη μου έχτισα τα κάγκελα.
Δεν θα φύγω ποτέ, κι αν φύγω θα είναι για κάπου που θα μοιάζει με το τώρα, μόνο που θα το ονομάζω αλλιώς, θα του δώσω άλλη φωνή κι άλλη υπόσταση, μα στην ουσία θα είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με τούτο το σάπιο πράγμα που με κατατρώει. Και θα πνίγομαι και θα φωνάζω, και θα ρουφιέμαι και θα αναστενάζω , πότε από ανεκπλήρωτα πάθη ή από υποτιθέμενους έρωτες και πότε από μίσος για τον ίδιο μου τον εαυτό και λατρεία για το άπιαστο.
Και θα μείνω έτσι να με θυμούνται σαν αυτόματο τρένο σε ράγες για το πουθενά, ένα εξπρές με ταχύτητα φωτός που τρέχει στην γη ενώ είναι πλασμένο για τον ουρανό…

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΜΥΑΛΟΥ

 
 
 
Παιχνίδια του μυαλού. Παιχνίδια στο χθες και στο τώρα. Παιχνίδια στο αύριο. Παιχνίδια με νικητές και ηττημένους. Παιχνίδια χωρίς νικητές και χωρίς ηττημένους. Στο κει, στο αλλού και στο δήθεν. Στο κάποτε στο πού και στο γιατί. Και συ ανάμεσα. Να παίζεις και να σε παίζουν. Να θες και να σε θέλουν. ΄Η να νομίζεις πως θες και να κάνεις και τους άλλους να νομίζουν πως θέλουν.
Μαριονέτα στα χέρια του άγνωστου, του αέρα και του ψίθυρου. Και να παραδίδεσαι γιατί έχεις καιρό να παραδοθείς. Γιατί αν σου φύγει το σκοινί θα βρεθείς να πετάς στο άπειρο. Και λοιπόν; Μήπως είναι καλύτερο το άπειρο; Εκεί που δεν σε ορίζουν και δεν πας πουθενά; Και γιατί είναι ανάγκη να πηγαίνεις; Θέατρο της φυγής και ηθοποιός και σκηνοθέτης εσύ. Με θεατή το είναι σου που συνεχώς αλλάζει. Κάθε φορά το έργο σου είναι αλλιώς. Πουλημένη παράσταση στα χέρια του κενού. Και να βαράς παλαμάκια γιατί δεν ξέρεις να κάνεις αλλιώς.
Μέχρι που σηκώνεσαι ένα πρωινό κι αρχίζεις να κλωτσάς τα άδεια καθίσματα. Και να φυσάς τη σκόνη απ’ το πάτωμα. Και να αλλάζεις ρούχα στο ανύπαρκτο κοινό σου. Με το ίδιο σου το πρόσωπο να χαμογελά και να κλαίει ταυτόχρονα. Με τον προβολέα πάνω σου και πάνω στη σκηνή. Και στη πλατεία. Με φορεσιές να αλλάζουν γιατί οι ρόλοι σου το απαιτούν. Ποτέ ο ίδιος ρόλος. Ποτέ η ίδια φορεσιά.
Κι ένα χαμόγελο να σκάει για καληνύχτα. Και μια σελήνη κίτρινη στο χρώμα που μισείς. Και τα σκοινιά να παίζουν ακόμη και να κρέμονται και συ να νομίζεις πως ακόμα σε ορίζουν. ΄Η έτσι να νομίζουν εκείνοι που τα κρατούν. Κι αναρωτιέσαι. Αλήθεια, τα κρατούσε ποτέ κανείς; Και πότε; Και για πόσο; Μα δεν θες να πάρεις ή να δώσεις απάντηση.
Φυσάς ένα φτερό από πάνω σου και ξέρεις πως δεν θα το δει κανείς. Γιατί κανείς δεν ενδιαφέρεται να το δει. Κι αν σου λέει πως το είδε, ξέρεις πολύ καλά πως δεν θα τον πιστέψεις. Και αν κάποιος σε μάθει, θα ξέρει πως τα ίδια πράγματα δεν πρέπει να τα κάνει ποτέ. Γιατί είσαι αλλιώς. Γιατί θέλεις να γίνεις κι άλλο. Γιατί τα αερικά δεν πατούν εδώ. Πετούν στο πέρα…

ΑΦΗ





Χέρια πλεγμένα
ψηλαφούν
αλήθεια ζεστή
και λέξεις άδηλες
στις υποδόριες
απολήξεις
της παλίρροιας
μένει στο ελάχιστο κενό
να τρέμει νοτισμένο
το ανείπωτο.

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

ξέχασε απλά....

ξέχασε απλά....

είναι ο λόγος της σιωπής
η σιωπή και ο λόγος της
ο λόγος έχει σιωπή
η σιωπή σιωπά λέγοντας
κλαίγοντας ο λόγος, που σιωπά

αφιερωμένη αλλοπρόσαλλη Στιγμή, 10:12 μ.μ. του Σαββάτου του δυο χιλιάδες δέκα τρία