Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

#Δική_Μου_Για_Πάντα


#Δική_Μου_Για_Πάντα

- Εσύ..
Σκοτωμένη επιτέλους στην δική σου αγκαλιά..
Μα ζωντανή μέσα σου για πάντα..
Με μάτια γεμάτα ηρωισμό..
Δεν κλαίω..
Μα ούτε πέθανα .
Σωριάστηκα απλά πάνω σου..
Σαν μια βροχή από πληγές..
Σαν ένας αμμόλοφος από λύπη..
Σαν την δική σου ..
Σάρκινη κούκλα..

- Εγώ..
Μέσα στις αιτίες κι αφορμές βρήκα την δύναμη..
Κατάφερα να ξοδέψω πάνω σου όλη μου την οργή..
Έσπασα κάθε όριο..
Κάθε δεσμό..
Κι εκεί που δεν άγγιζα το βλέμμα σου..
Σε σκότωσα για να σε κατακτήσω..
Νεκρή στην δική μου αγκαλιά..
Τα κατάφερα..
Ψάχνω ένα φτυάρι να σκάψω στο στέρνο μου..
Εκεί θα σε θάψω..
Να ζήσεις..
Για Πάντα..


~ Μοναχικός Άγγελος ~ 

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Έρωτα Θανάτου ..


..λένε την ενσυναίσθηση του μάταιου οι ξεχωριστοί καλοδεχούμενοι κάθε στιγμή καλή ή ζόρικη 
που έρχεται στη ζωή τους.




Όταν σανιδώνεις το συναίσθημα ρισκάρεις.. 







αλλά δε σε νοιάζει η συντριβή 
γιατί είναι άξιος ο άνθρωπος 
ανεξαρτήτου φύλου και φυλής 
που με ψυχή συνθέτει το παζλ της αγάπης
με τα κομμάτια της καρδιάς του.





Καληνύχτα ξένε.





Σε ένιωσα πάλι σήμερα 
ανάμεσα στα χνάρια του μάταιου 
να κοιτάς στην ψυχή μου.
Σε θυμήθηκα.
Χαμένος μέσα σου ήσουν και τότε. 
Θολωμένο σε συνάντησα 
στην άκρη μιας αφερέγγυας υπόσχεσης 
να μουσκεύεις τη βροχή.
Στα πόδια σου μια πικραμένη απαντοχή
μάζευε ασυμβίβαστους νοτιάδες


Τίποτα δεν άλλαξε..Την ίδια χαρμολύπη 
κουβαλούν πάντα τα βήματα μου..
κι η επίγνωση επιμένει: 


Σαν μετρηθούν ξανά οι σιωπές
θα βγουν νομοτελειακές οι συντέλειες.



Tο όνειρο της Μ.




Αναγκάστηκα να χτυπήσω πιο δυνατά την πόρτα.
Η τύπισσα, αγουροξυπνημένη, ήταν γυμνή και κάπνιζε
Μια οδοντογλυφίδα,
Κακό κουσούρι σκέφτηκα,
Μπορεί να την καταπιείς καμιά φορά, της λέω.
Χαμογέλασε
Και κατάπιε την οδοντογλυφίδα.
Ανατρίχιασα και κοίταξα πίσω προς το δρόμο,
Συννεφιασμένο πρωινό Παρασκευής.
Θα στέκεσαι για ώρα εκεί, με ρωτάει
Ξαφνικά ένιωσα φόβο
Και ίσως μοναξιά
Ψηλάφισα στην τσέπη μου το πακέτο
Με τα λιωμένα τσιγάρα
Η φωνή μου είχε ένα τρέμουλο παιδικό
Δεν ξέρω τι να κάνω, της λέω
Δεν πιστεύεις σε αυτά κι όμως ήρθες, μου λέει
Σκότωσα έναν άνθρωπο σήμερα, της κάνω
Συνέχισε, μου κάνει και ξύνει το μάγουλό της
Είναι ωραία, σκέφτομαι
Την έπιασα με άλλον και την σκότωσα
Δεν   
     Ξέρω
            τι να κάνω
                          μάγισσα
Βάζω ένα λιωμένο τσιγάρο στο στόμα
Σκέτος καρκίνος αυτό το πράγμα, μου λέει
Και βάζει το χέρι της βαθιά μέσα στο λαιμό
Κάνει να ξεράσει και βγάζει μια οδοντογλυφίδα
Αρχίζει να την μασάει πάλι
Αρχίζει να γελάει
Θέλω να την σκοτώσω
Θέλω να της κάνω έρωτα
Δεν σκότωσες κανέναν μου κάνει, γελώντας
Είσαι ο φόβος στο μυαλό μιας γυναίκας που κοιμάται
Δίπλα σου.
Δεν σκότωσες κανέναν
Είσαι απλά ο φόβος της κι εγώ ο καθρέπτης σου.
Ξύπνησα
Είχα ξεχάσει την οδοντογλυφίδα στο στόμα μου.
Ο Η. κοιμάται δίπλα μου.
Λέει ότι με αγαπάει
Αλλά ώρες ώρες…
Θεέ μου πόσο άσχημη είμαι στα όνειρά μου.

Μωβ χαλάσματα




Ήμουν κάποτε η ψυχή της παρέας
-          Είπα στον εαυτό μου -
Τώρα βλέπω τα παλιά στο ταβάνι
Βλέπω και τη ψυχή μου.
Έχουμε κάπως αλλάξει
Έγινε ιδιότροπη όλο γκρίνια.
Σκαρφαλώνει εκεί ψηλά
Και με αρνείται.
Μόνο όταν της τραγουδάω μερεύει
Και κατεβαίνει.
Η νύχτα σκύβει πάνω μου
Σαν θάλασσα κι όλο με ρωτά
Ηλίθιες ερωτήσεις
Που πονάνε.
Οι γυναίκες πονάνε.
Μα μην τους το πεις
Θα περηφανεύονται όπως οι μύγες
Πάνω από τα ψοφίμια
Ένα ζεστό μεσημέρι του Αυγούστου.
Το τραγούδι ήρθε στο μυαλό από τα χαλάσματα
Το πάπλωμα ήταν μωβ
Και ήσουν κουλουριασμένη με αυτό
Σε μια γωνιά.
Είχε μια αναθεματισμένη ζέστη
Όπως απόψε,
Ίσως πιο πολύ.
Έκλαιγες κι έλεγες διάφορα λογικά πραγματάκια
Λογικά όλα
Κανείς δε σε κατηγόρησε.
Βγήκα από τα χαλάσματα λειψός.
Περπάτησα στην πόλη
Για ώρα,
Περπάτησα χρόνια,
Μεγάλωνε το σώμα
Ωρίμαζε
Άλλαζε κι η πόλη.
Εκείνο το μωβ δωμάτιο που σε αγάπησα
Τσαλακώθηκε
Έγινε μουτζούρα
Έγιναν χαλάσματα.
Έγινε πληγή στα μάτια
Και ποίηση στην καρδιά.
Έγινε τραγούδι.
Η ψυχή μου ήρεμη
Θαρρώ πως κατεβαίνει σιγά σιγά.
Έρχεται προς τα κάτω.

Σίριαλ αγάπης και φόνου




Κάποιος επέβλεπε πέρα από τον φράχτη ενώ οι άλλοι σέρνανε τα κομμάτια από χαλκό στις πλάτες τους, έκανα τα στραβά μάτια κι ας με κατάλαβαν εκείνοι, κοντοστάθηκαν και με ζύγισαν, δεν ήμουν τέτοιο καρφί, τους άφησα να κάνουν τη δουλειά τους και συνέχισα τη δική μου. Με κατάλαβαν κι αυτοί, δεν θέλανε φασαρίες βραδιάτικα, με άφησαν να συνεχίσω μέσα στη βροχή.
Υπήρχε κι εκείνος ο γέρος με τη φυσαρμόνικα ένα στενό πιο δίπλα τους, έπαιζε που και που κάποιον ήχο, του φωνάζανε όμως από πάνω κάτι κυράτσες με όμορφα βαμμένα νύχια και ξανθά μαλλιά, με χοντρές κοιλιές και πεσμένα βυζιά, αυτές με την έτοιμη ατάκα ΄΄δεν μ αρέσει η θάλασσα, προτιμώ το βουνό’’ και συ αν είσαι συμβιβασμένος αποδέχτης όλων των σκατών της καθημερινότητας, αποδέχεσαι και αυτό και χαμογελάς ευγενικά στην οικτρή ατάκα τους περί βουνών – και ίσως πεις κι ένα καλό κοπλιμέντο του στυλ ΄΄μμμ σας αρέσουν πιο εναλλακτικά μέρη, πιο ίσως ψαγμένα…’’
Μα είναι αστείο και το ξέρεις, αν είσαι τρελός απλά τις φτύνεις στην μάπα και στρίβεις ή απλά ξερνάς στο επόμενο στενό, ή απλά γίνεσαι ο γέρος με τη φυσαρμόνικα που παίζει που και που θλιμμένες νότες και τον βρίζουν οι κυράτσες από τα γύρω παράθυρα, μια του πετάει μήλο, μια άλλη λέει για αστυνομίες, μετά όμως μαζεύονται σιγά σιγά και κουρνιάζουν στους καναπέδες τους καθώς αρχίζουν τα σίριαλ αγάπης και φόνου και ανεκπλήρωτου έρωτα, προέκταση των βιβλίων που διαβάζουν τα μεσημέρια ή πριν κλείσουν το φως και γυρίσουν πλάτη στον ευνουχισμένο σύζυγό τους – αγάμητες άλλο ένα βράδυ κλιμακτηριακό – αυτών των βιβλίων με τα πανομοιότυπα εξώφυλλα  - μια γυναίκα πανέμορφη, το πρόσωπό της, ένα πέπλο και μια θάλασσα ή ένα ηλιοβασίλεμα – αυτών των βιβλίων με τα χαμένα καλοκαίρια, τους χαμένους έρωτες, τα διλήμματα της Σίλβιας και της τάδε άλλης γκόμενας, αυτά με τις τόσες χιλιάδες ανατυπώσεις και πορδές ψευτοερωτισμού και προβληματισμού, που γράφουν άλλες χειρότερες αγάμητες κυράτσες.
Είναι είδος τελικά και παίζει να είναι και το κυρίαρχο πάνω στη γη. Στην χώρα αυτή σίγουρα. Οι αγάμητες κυράτσες κυβερνούν, καθορίζουν τα πάντα, καθορίζουν τα ράφια, τις διαφημίσεις, τα σεντόνια που θα κοιμηθείς, τις ειδήσεις που θα δεις, τις ΜΚΟ που θα ιδρυθούν, τις ΜΚΟ που θα διαλυθούν, τα όνειρα που θα κάνουν τα παιδιά τους, τα όνειρα που θα σκοτώσουν τα παιδιά τους.
Απομακρύνομαι με την φυσαρμόνικα να με συνοδεύει, μπαίνω στο θέατρο, είναι κάτι σαν υπνωτικό με δόση κουλτούρας το έργο, κοιτάζω γύρω μου, τις βλέπω παντού καθώς εκτελούν το έργο του Παπαδιαμάντη, όλες είναι εκεί, φκιασιδωμένες τίγκα, χαζεύουν με βλέμμα 1000 σοφών το έργο που εγώ δεν καταλαβαίνω, που με ξενίζει γιατί δεν είναι αυτό που διάβασα στο βιβλίο και ναι είμαι ιδιότροπος αλλά δεν με αγγίζει και ξεφυσάω εδώ και κεί, ιδρώνω. Μια με κεραυνοβολεί με βλέμμα αυστηρό, την αγνοώ

Η παραμόρφωση που έγινα στην πορεία



Κυνηγάμε χίμαιρες, το ξέρω
Έτσι που να λες κάποια στιγμή
Γιατί τα κάνω όλα αυτά -
Η φωνή μέσα μου ίσως είναι αέρας με σκόνη
Τυλίγει σε μια παραμόρφωση τα πρόσωπα γύρω μου,
Μα πρώτα σπάζω τους καθρέπτες
Γιατί αυτό που βλέπω δεν είμαι εγώ,
Δεν είμαι αυτός που ξεκίνησα να γίνω,
Είμαι η παραμόρφωση που έγινα στην πορεία,
Είμαι ένας άλλος μισός,
Ένα τραβηγμένο Ο σε μια σκοτεινή γωνία.
Γιατί τα κάνω όλα αυτά;