Κάποιος επέβλεπε πέρα από τον φράχτη ενώ οι άλλοι σέρνανε τα
κομμάτια από χαλκό στις πλάτες τους, έκανα τα στραβά μάτια κι ας με κατάλαβαν
εκείνοι, κοντοστάθηκαν και με ζύγισαν, δεν ήμουν τέτοιο καρφί, τους άφησα να
κάνουν τη δουλειά τους και συνέχισα τη δική μου. Με κατάλαβαν κι αυτοί, δεν
θέλανε φασαρίες βραδιάτικα, με άφησαν να συνεχίσω μέσα στη βροχή.
Υπήρχε κι εκείνος ο γέρος με τη φυσαρμόνικα ένα στενό πιο
δίπλα τους, έπαιζε που και που κάποιον ήχο, του φωνάζανε όμως από πάνω κάτι
κυράτσες με όμορφα βαμμένα νύχια και ξανθά μαλλιά, με χοντρές κοιλιές και
πεσμένα βυζιά, αυτές με την έτοιμη ατάκα ΄΄δεν μ αρέσει η θάλασσα, προτιμώ το
βουνό’’ και συ αν είσαι συμβιβασμένος αποδέχτης όλων των σκατών της
καθημερινότητας, αποδέχεσαι και αυτό και χαμογελάς ευγενικά στην οικτρή ατάκα
τους περί βουνών – και ίσως πεις κι ένα καλό κοπλιμέντο του στυλ ΄΄μμμ σας
αρέσουν πιο εναλλακτικά μέρη, πιο ίσως ψαγμένα…’’
Μα είναι αστείο και το ξέρεις, αν είσαι τρελός απλά τις
φτύνεις στην μάπα και στρίβεις ή απλά ξερνάς στο επόμενο στενό, ή απλά γίνεσαι
ο γέρος με τη φυσαρμόνικα που παίζει που και που θλιμμένες νότες και τον
βρίζουν οι κυράτσες από τα γύρω παράθυρα, μια του πετάει μήλο, μια άλλη λέει
για αστυνομίες, μετά όμως μαζεύονται σιγά σιγά και κουρνιάζουν στους καναπέδες
τους καθώς αρχίζουν τα σίριαλ αγάπης και φόνου και ανεκπλήρωτου έρωτα,
προέκταση των βιβλίων που διαβάζουν τα μεσημέρια ή πριν κλείσουν το φως και
γυρίσουν πλάτη στον ευνουχισμένο σύζυγό τους – αγάμητες άλλο ένα βράδυ κλιμακτηριακό
– αυτών των βιβλίων με τα πανομοιότυπα εξώφυλλα
- μια γυναίκα πανέμορφη, το πρόσωπό της, ένα πέπλο και μια θάλασσα ή ένα
ηλιοβασίλεμα – αυτών των βιβλίων με τα χαμένα καλοκαίρια, τους χαμένους έρωτες,
τα διλήμματα της Σίλβιας και της τάδε άλλης γκόμενας, αυτά με τις τόσες
χιλιάδες ανατυπώσεις και πορδές ψευτοερωτισμού και προβληματισμού, που γράφουν
άλλες χειρότερες αγάμητες κυράτσες.
Είναι είδος τελικά και παίζει να είναι και το κυρίαρχο πάνω
στη γη. Στην χώρα αυτή σίγουρα. Οι αγάμητες κυράτσες κυβερνούν, καθορίζουν τα
πάντα, καθορίζουν τα ράφια, τις διαφημίσεις, τα σεντόνια που θα κοιμηθείς, τις
ειδήσεις που θα δεις, τις ΜΚΟ που θα ιδρυθούν, τις ΜΚΟ που θα διαλυθούν, τα
όνειρα που θα κάνουν τα παιδιά τους, τα όνειρα που θα σκοτώσουν τα παιδιά τους.
Απομακρύνομαι με την φυσαρμόνικα να με συνοδεύει, μπαίνω στο
θέατρο, είναι κάτι σαν υπνωτικό με δόση κουλτούρας το έργο, κοιτάζω γύρω μου,
τις βλέπω παντού καθώς εκτελούν το έργο του Παπαδιαμάντη, όλες είναι εκεί,
φκιασιδωμένες τίγκα, χαζεύουν με βλέμμα 1000 σοφών το έργο που εγώ δεν
καταλαβαίνω, που με ξενίζει γιατί δεν είναι αυτό που διάβασα στο βιβλίο και ναι
είμαι ιδιότροπος αλλά δεν με αγγίζει και ξεφυσάω εδώ και κεί, ιδρώνω. Μια με
κεραυνοβολεί με βλέμμα αυστηρό, την αγνοώ